Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ

 ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ
(Άρθρα 1469 περ.5, 1470 περ.5 και 1472 Α.Κ., όπως τροποποιήθηκαν από τον Ν. 2521/97)
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ 8 ΜΑΡΤΙΟΥ 2000 
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ 
ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ
1.- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Στα πλαίσια του νόμου 2521/1997 για τη ρύθμιση του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των ιατροδικαστών, και μάλιστα στο κεφάλαιο των τελικών και μεταβατικών διατάξεων, χωρίς μνεία του σκοπού της σχετικής ρύθμισης στην Εισηγητική Έκθεση του σχεδίου νόμου, επιχειρήθηκε μια σημαντική τομή στο δίκαιο προσβολής της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο.
          Έτσι, ενώ στο προϊσχύσαν δίκαιο δικαιούμενα σε προσβολή της πατρότητας πρόσωπα ήταν μόνο ο σύζυγος της μητέρας, οι γονείς του σε περίπτωση θανάτου του χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής, το τέκνο και η μητέρα του τέκνου, πλέον διευρύνεται ο κύκλος των ενεργητικώς νομιμοποιούμενων σε έγερση αγωγής προσβολής της πατρότητας προσώπων, με την προσθήκη από το νόμο 2521/1997 ενός ακόμη προσώπου στο άρθρο 1469 Α.Κ. Στο εξής, την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορεί να προσβάλει και ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.
          Ποιοί λόγοι οδήγησαν το νομοθέτη σε αυτή την επιλογή; Ο σκοπός της μεταρρύθμισης ικανοποιείται με τη συγκεκριμένη ρύθμιση; Γιατί μέχρι τώρα η δυνατότητα αυτή αποκλειόταν; Για να επιχειρηθεί να δοθεί απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, επιβάλλεται μια γενικότερη παρουσίαση των ρυθμίσεων για την προσβολή της πατρότητας και των δικαιοπολιτικών λόγων που τις καθιέρωσαν.
2.ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΓΑΜΟ
Από τη στιγμή που ο νόμος προσδίδει και αναγνωρίζει στα μέλη των οικογενειών δικαιώματα, υποχρεώσεις και εξουσίες, απαιτείται ο, κατά το δυνατόν, ακριβής και σαφής προσδιορισμός, αφενός του τρόπου ίδρυσης της συγγένειας, και αφετέρου του τρόπου κτήσης της ιδιότητας του μέλους συγκεκριμένης οικογένειας. Η ιδιότητα του συζύγου προσδίδεται από το γάμο, ενώ κατά την κοινωνική ηθική και πείρα η σύλληψη εμβρύου από έγγαμη γυναίκα προκαλείται κατά κανόνα από το σύζυγο της, ο οποίος και θεωρητικά, είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της. Αυτή την πραγματικότητα αποδεχόμενος ο νομοθέτης, αναγνωρίζει και νομικά τον σύζυγο της μητέρας ως πατέρα του τέκνου που γεννιέται στη διάρκεια του γάμου ή έστω μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του (άρθρο 1465 §1 Α.Κ.)[1].
          Δεν αποκλείεται βέβαια, ο σύζυγος της μητέρας να μην είναι και ο αληθινός πατέρας του παιδιού. Για το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε να απαιτηθεί η αναγνώριση του παιδιού από τον πατέρα σε κάθε περίπτωση και η ευθεία απόδειξη του δεσμού του αίματος ανάμεσα στο παιδί και τον πατέρα. Η αναστάτωση, όμως, των οικογενειακών σχέσεων που θα προκαλούταν έτσι σε κάθε γάμο[2], η αποδεικτική ευκολία που παρουσιάζει η υπόθεση των σεξουαλικών σχέσεων των συζύγων, που κατά κανόνα συζούν, η εύνοια προς το θεσμό του γάμου και της καταγωγής απ’ αυτόν, καθώς και η αδυναμία γνώσης της απόλυτης βιολογικής αλήθειας, εξηγούν την επιλογή από το νομοθέτη του νόμιμου τεκμηρίου καταγωγής από γάμο. Η σοβαρή πιθανολόγηση του βιολογικού δεσμού, κρίνεται ικανοποιητική σε σχέση με την άγνοια, αλλά και με την αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας, η οποία θα προκαλούσε τη διατάραξη της οικογενειακής ειρήνης [3].       
3. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ
          Το τεκμήριο της καταγωγής από γάμο καλύπτει και πολλές περιπτώσεις όπου βιολογική και νομική πατρότητα δεν ταυτίζονται, κάτι που σε μερικές από τις περιπτώσεις αυτές είναι πρόδηλο και πασιφανές. Ωστόσο, και σ’ αυτές ακόμη τις περιπτώσεις το τεκμήριο δεν αυτοαναιρείται. Η ανατροπή του τεκμηρίου γίνεται με τη δικαστική προσβολή της ιδιότητας του τέκνου, ως γεννημένου σε γάμο, μέσα από τη διαδικασία προσβολής της πατρότητας (άρθρα 1467 επ. Α.Κ.).
          Ωστόσο, παρόλο που το τεκμήριο καταγωγής από γάμο είναι ευρύ και ιδρύεται με μοναδική προϋπόθεση τη γέννηση του τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του, έχουν θεσπιστεί σοβαροί περιορισμοί για την ανατροπή του, τόσο στο επίπεδο των νομιμοποιούμενων για την προσβολή της πατρότητας προσώπων, όσο και στα χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να γίνει η προσβολή, ενώ παράλληλα η προσβολή αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις[4].
αΑπό τον τεκμαιρόμενο πατέρα
Είναι λογικό να επιτρέπεται στο σύζυγο η προσβολή της τεκμαιρόμενης πατρότητας του, αφού δεν είναι δυνατό το δίκαιο να υποχρεώνει τον σύζυγο σε ένα νομικό δεσμό, όταν ελλείπει τόσο ο βιολογικός δεσμός, όσο και η βούληση του συζύγου να συνδέεται νομικά με το τέκνο. Ωστόσο, δεν μπορεί η διατήρηση ή μη του τεκμαιρόμενου νομικού δεσμού να παραμένει επ’ άπειρον στη διακριτική ευχέρεια του συζύγου, αποτελώντας έτσι λαβή για απειλές, εκβιασμούς, οικογενειακές προστριβές και ψυχοφθόρους καυγάδες. Ο νόμος δίνει στο σύζυγο το χρονικό περιθώριο ενός έτους από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, να σκεφτεί καλά και να αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να συνεχίσει να θεωρεί παιδί του, με όλες τις έννομες συνέπειες μιας τέτοιας σχέσης, το παιδί που γενετικά κατάγεται από έναν άλλον άνδρα. Και μάλιστα δεν αρκείται σε αυτό. Αποκλείει την προσβολή της πατρότητας σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό, ώστε να διευκρινίζεται σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα η σχέση του συζύγου της μητέρας με το τέκνο[5].
β. Από τους γονείς του συζύγου
Το δικαίωμα για την προσβολή της πατρότητας έχουν και οι γονείς του συζύγου, εφόσον αυτός πεθάνει χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής. Το δικαίωμα τους είναι αυστηρά προσωπικό, με έντονα ηθικό χαρακτήρα, και δεν δίνεται για λόγους περιουσιακής φύσεως[6]. Οι γονείς προβαίνουν σε μία κίνηση που δεν πρόλαβε να κάνει ο γιος τους, με κόστος για την οικογενειακή γαλήνη μικρότερο, αφού το παιδί έχει ήδη στερηθεί τον τεκμαιρόμενο πατέρα του. Το δικαίωμα τους περιορίζεται χρονικά για τους ίδιους προαναφερόμενους λόγους.
γ. Από τη μητέρα
Το δικαίωμα της μητέρας για την προσβολή της πατρότητας του συζύγου της, δεν ήταν πάντα αυτονόητο. Το παράνομο της μοιχείας κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και η ανηθικότητα της εξώγαμης σχέσης, είχαν στερήσει τη μητέρα απο αυτοτελές  προσωπικό δικαίωμα προσβολής, μέχρι την αναγνώριση του από το νόμο 1329/1983[7], σε υλοποίηση της επιταγής του άρθρου 4§2 του Συντάγματος[8]. Η μητέρα, που είναι και η μόνη που μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια για την πατρότητα του παιδιού της[9], δεν ικανοποιείται μόνο με το να είναι το παιδί της γεννημένο σε γάμο, αλλά ενδιαφέρεται να προβληθεί ως προς την καταγωγή του παιδιού της η ουσιαστική αλήθεια[10], ιδίως στην περίπτωση που ο γάμος της λυθεί ή ακυρωθεί, αλλά και στην περίπτωση που ο σύζυγος, τελώντας εν γνώσει της μοιχείας, εκδικούμενος, αρνείται την προσβολή, κλείνοντας έτσι το δρόμο για την αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας. Χρονικός περιορισμός τίθεται και εδώ, ένα έτος από τον τοκετό, αλλά και έξι μήνες από την λύση ή την ακύρωση του γάμου, εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου.
δ. Από το τέκνο
Το δικαίωμα ανήκει πολύ περισσότερο στο ίδιο το τέκνο, αφού προκρίνεται η βιολογική συγγένεια και η αναζήτηση της πραγματικής καταγωγής, για τη δημιουργία ουσιαστικών οικογενειακών σχέσεων με βάση την αληθινή καταγωγή, αντί των ψευδών οικογενειακών σχέσεων που στοχεύουν μόνο στη διατήρηση των φαινομένων με τη συγκάλυψη των πραγματικών γεγονότων και αισθημάτων[11]. Δε φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος για τον αποκλεισμό του δικαιώματος του παιδιού, αντίθετα επιβάλλεται να του δίνεται η δυνατότητα να διεκδικεί τα δικαιώματα του, χωρίς να αφήνεται στο έλεος των αποφάσεων των γονιών του, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι το οικογενειακό δίκαιο έχει ως κεντρικό άξονα το συμφέρον του παιδιού[12], το οποίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άβουλο πλάσμα, που πρέπει να ανέχεται, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης, τις πραγματικές και νομικές καταστάσεις που δημιούργησαν οι γονείς του.
Η προσβολή της πατρότητας από το τέκνο, αποκλείεται όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή του, αφού σαν ώριμο πλέον κατά τεκμήριο άτομο, οφείλει να πάρει τις αποφάσεις του εγκαίρως, μια και αυτές αφορούν προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις. Η ρύθμιση αυτή φαίνεται αυστηρή στην περίπτωση που το τέκνο πληροφορείται την αλήθεια για τη μη καταγωγή του από τον σύζυγο της μητέρας του κατά το χρονικό διάστημα της γέννησης του, αφού παρέλθει ένα έτος από την ενηλικίωσή του. Παρόλο που η μεταχείριση αυτή του τέκνου θεωρήθηκε ότι έρχεται σε αντιστάθμισμα της ιδιαίτερα μεγάλης προθεσμίας που του παρέχει ο νόμος[13], ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η προθεσμία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά ετήσια, και αν τίθεται ως χρονική αφετηρία η ενηλικίωση, αυτό γίνεται γιατί είναι ανεπίτρεπτο το νωρίτερο λόγω της ειδικής νομικής μεταχείρισης της ανηλικότητας, όχι όμως, χωρίς άλλο, το βραδύτερο.
ε. Από τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε  διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.
          Μέχρι την τροποποίηση στο δίκαιο της πατρότητας που επέφερε ο Ν. 2521/1997, κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορούσε να προσβάλει την πατρότητα, παρά μόνο όσα παραπάνω αναφέρθη-καν. Υπό αυτό το καθεστώς ήταν τελείως αδύνατο για τον φυσικό γεννήτορα του παιδιού, όταν ο πατέρας και η μητέρα του δεν επιθυμούσαν για οποιοδήποτε λόγο την άσκηση της σχετικής αγωγής, να υπερπηδήσει την ύπαρξη του τεκμαιρόμενου δεσμού ανάμεσα στο παιδί και το σύζυγο της μητέρας του, ενόψει του ότι η εκούσια και η δικαστική αναγνώριση προβλέπεται ως θεσμός μόνο για τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο, και να αποκαταστήσει στη συνέχεια τον συγγενικό δεσμό με το παιδί του[14].
          Είχε θεωρηθεί πως μία έννομη τάξη που αναγνωρίζει στην οικογένεια έναν προστατευόμενο από έξωθεν επεμβάσεις χώρο μόνωσης, εγγυουμένη το απαραβίαστο του οικογενειακού βίου, θα αντίφασκε προς τις επιλογές της, αν επέτρεπε χάριν ιδιωτικών συμφερόντων, την αμφισβήτηση του προσωπικού status των παιδιών. Η προστασία του γάμου, της οικογένειας, αλλά και της παιδικής ηλικίας, υπερισχύει καταφανώς του συμφέροντος του φυσικού πατέρα για την αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας. Έτσι, συνταγματικά συμβατό θεωρήθηκε το δικαίωμα του φυσικού πατέρα, το οποίο στηρίζεται στο δικαίωμα στην προσωπικότητα του, κατ’ εξαίρεση, εφόσον η επιδίωξή του αυτή δεν θα οδηγήσει στην προσβολή λειτουργούντος γάμου και οικογένειας[15].
Με αυτή τη λογική ο νομοθέτης, εισήγαγε δίπλα στα υπόλοιπα νομιμοποιούμενα πρόσωπα, τον τρίτο που είχε μόνιμη σχέση[16] με σαρκική συνάφεια[17] κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης[18], υπό την προϋπόθεση η γυναίκα να βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγό της κατά το κρίσιμο αυτό διάστημα. Η πραγματική κατάσταση της διάστασης, σε συνδυασμό με την μόνιμη σχέση της εν διαστάσει συζύγου με τρίτον κατά την διάρκεια της, αποτελεί ασφαλή παράμετρο για την υπόθεση ότι η ήδη διασαλευμένη οικογενειακή ειρήνη δε χρήζει προστασίας, όταν η προστασία αυτή έρχεται σε αντίθεση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην προσωπικότητα του τρίτου να αποκαταστήσει τη σχέση του με το παιδί που κατάγεται απο αυτόν.
Η διάταξη του άρθρου 1472 §2 Α.Κ. ορίζει πως στην περίπτωση της προσβολής της πατρότητας από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η απόφαση που δέχεται την προσβολή επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον άνδρα αυτό. Με τη ρύθμιση αυτή αποτρέπεται η πιθανότητα να βρεθεί το παιδί χωρίς πατέρα, από μία βιαστική και ασταθή, ή με άλλη σκοπιμότητα, απόφαση του τρίτου να προσβάλει την πατρότητα του παιδιού και στη συνέχεια να μην το αναγνωρίσει. Δεν μπορεί να δίνεται σε έναν τρίτο το δικαίωμα να προσβάλει την πατρότητα ενός παιδιού, παρά μόνον ενόψει της αποκατάστασης της γονικής σχέσης του ίδιου με αυτό, κάτι που δεν είναι λογικό να επαφίεται εκ των υστέρων στην καλή θέληση του τρίτου. Επίσης, με τον τρόπο αυτό, εξυπηρετείται η οικονομία της δίκης με την ενοποίηση δύο δικών (προσβολή της πατρότητας και δικαστική αναγνώριση), αφού η προϋπόθεση της δεύτερης να αποδειχθεί ότι  αυτός για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης (1481 Α.Κ.), έχει ήδη πληρωθεί στα πλαίσια της πρώτης δίκης.  
Κατά της ρύθμισης έχει ασκηθεί κριτική, ότι πρόκειται για λύση δογματικά καινοφανή και άκρως ιδιόρρυθμη, που θέτει σε δοκιμασία βασικές ουσιαστικές και δικονομικές σταθερές του δικαίου, επιφέροντας μία διάπλαση που δεν ζητήθηκε από τον ενάγοντα, και που δεν υπήρξε αντικείμενο της δίκης, άρα ούτε ο δικαστής αποφάσισε σχετικά. Ο νομοθέτης εισάγει ένα σιωπηρό αμάχητο τεκμήριο υπέρ της πατρότητας του ενάγοντα, χωρίς να αποκλείει την περίπτωση  το τέκνο να αποκτήσει πατέρα που δεν είναι ο αληθινός, χωρίς να έχει ο αληθινός πατέρας την δυνατότητα να παρέμβει[19].
Ωστόσο, αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του τεκμηρίου υπέρ της πατρότητας του συζύγου της μητέρας, όταν ο αληθινός πατέρας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την προσβολή της πατρότητας, χωρίς ασφαλώς να σημαίνει ότι είναι και δικαιολογημένο. Το αμάχητο του τεκμηρίου αποτελεί πρόβλημα, γι αυτό θα έπρεπε να εξετασθεί το ενδεχόμενο της εφαρμογής και σε αυτήν την περίπτωση της ρύθμισης του άρθρου 1482 Α.Κ., όπου ορίζεται ότι το τεκμήριο ανατρέπεται, αν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα, όχι με την ίδια διατύπωση, αφού εδώ το τεκμήριο εισάγεται σιωπηρώς, αλλά ενδεχομένως ως καταλυτικός λόγος της ενεργητικής νομιμοποίησης του τρίτου[20].
Η προσβολή της πατρότητας από τον άνδρα με τον οποίο η γυναίκα είχε σαρκική συνάφεια, αποκλείεται αν περάσουν δύο έτη από τον τοκετό. Ο περιορισμός αυτός είναι συνεπής προς τους χρονικούς περιορισμούς που τίθενται στα λοιπά ενεργητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα, και είναι ακόμη πιο επιτακτικός, αφού συντείνει στην αποφυγή ψυχικού τραυματισμού του παιδιού, που σε τόσο πρώιμη ηλικία δεν έχει συνείδηση των διαδραματιζομένων.
4.ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ
          Είναι γενικά προτιμότερο η νομική πατρότητα να ταυτίζεται με τη βιολογική. Η νομική σύνδεση του παιδιού με το βιολογικό του πατέρα ανταποκρίνεται συνήθως στο βαθύτερο συμφέρον του παιδιού, διότι ο δεσμός του αίματος συνιστά εχέγγυο στοργής, προστασίας και συνεπώς αρτιότερης ανατροφής και εκπαίδευσης του τέκνου. Άλλωστε, ο βιολογικός δεσμός του αίματος είναι αντικειμενικό δεδομένο, άρα σταθερό σημείο αναφοράς με απόλυτη αξία και ισχύ. Μία πλαστή σχέση πατρότητας δεν αποδίδει απλώς εσφαλμένα μία σχέση πατρότητας, αλλά και συγκαλύπτει την πραγματική σχέση του παιδιού με το βιολογικό του πατέρα, με αποτέλεσμα η άγνοια να οδηγεί στην πιθανότητα αιμομιξίας, με όλους τους βιολογικής, ηθικής και κοινωνικής φύσης κινδύνους που αυτή επισύρει[21].
          Ο νομοθέτης δεν αγνοεί τα παραπάνω. Το αντίθετο μάλιστα, βασική αρχή καθορισμού της νομικής πατρότητας είναι η επιλογή του βιολογικού πατέρα ως νομικού[22]. Ποιοί είναι λοιπόν οι λόγοι που το δίκαιο χορηγεί τόσο περιορισμένα τη δυνατότητα να αναγνωρίσει το παιδί του κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι ο πραγματικός του πατέρας;
Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για μία συνειδητοποιημένη απόφαση του νομοθέτη. Από τη στιγμή που οι υπόλοιποι δικαιούχοι δεν  εξασκούν το δικαίωμα τους να προσβάλουν την πατρότητα, τότε η προσβολή από τον βιολογικό πατέρα θα διατάρασσε την ειρήνη της «κοινωνικής οικογένειας». Ναι μεν ο πατέρας έχει το δικαίωμα και το έννομο συμφέρον να αναγνωρίσει και να κατοχυρώσει την πατρότητα του, και αυτό το δικαίωμα έχει τουλάχιστον μία βάση στο συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα του στην προσωπικότητα. Ωστόσο, το δικαίωμα του αυτό έρχεται σε αντίθεση με το επίσης συνταγματικά[23] κατοχυρωμένο δικαίωμα του παιδιού να μπορεί να μεγαλώσει ανενόχλητο στις συνήθεις κοινωνικές συνθήκες μίας οικογενειακής κοινότητας[24].
          Σε αντίθεση με το παραπάνω δικαίωμα του παιδιού έρχεται και το δικαίωμα των γονιών του να λύσουν τον μεταξύ τους υφιστάμενο γάμο, ωστόσο δεν διανοείται κανείς να τους το αρνηθεί. Και ναι μεν, σε αυτήν την περίπτωση το διαζύγιο θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού, αφού ο έγγαμος βίος και συνεπώς η οικογενειακή γαλήνη έχει διαταραχθεί, όμως και υφιστάμενος γάμος δεν σημαίνει αυτονόητα και ευτυχισμένη, ενωμένη οικογένεια. Ασφαλώς και δεν είναι μόνο η διάσταση των γονιών, που  αποδεικνύει παθολογική κατάσταση της οικογένειας. Τί γίνεται στην περίπτωση που ο σύζυγος της μητέρας συμπεριφέρεται κατά τρόπο βλαπτικό προς το παιδί ή επιδεικνύει σοβαρή αδιαφορία απέναντί του; Είναι  προτιμότερο το παιδί να μην έχει καθόλου πατέρα, από το να έχει ένα πατέρα που το βλάπτει, άρα κατά μείζονα λόγο επιβάλλεται η αποδέσμευση του παιδιού από το σύζυγο της μητέρας του, όταν υπάρχει πρόθυμος ο φυσικός του πατέρας, για να αναλάβει την ανατροφή και την προστασία του[25].
          Το δίκαιο υπάρχει για να αποτρέπονται οι αδικίες. Και είναι άδικο ένα παιδί να στερείται τον φυσικό του πατέρα και να θεωρείται ορφανό, απλώς και μόνο γιατί ο νομικός του πατέρας έχει πεθάνει και η μητέρα του δεν επιθυμεί να προσβάλει την πατρότητα απο σεβασμό στην τιμή του, ή έχει αποβιώσει και αυτή. Ή να δίνεται ένα παιδί από τους νομικούς του γονείς για υιοθεσία, χωρίς ο φυσικός πατέρας να μπορεί να κάνει οτιδήποτε για να το αποτρέψει[26]. Ή ακόμη να χωρίζει η μητέρα από τον τεκμαιρόμενο πατέρα, να παντρεύεται με κάποιον τρίτο ή έστω να ζει μόνη της, και το δικαίωμα του φυσικού πατέρα να αναγνωρίσει το παιδί του, που ούτως ή άλλως ζει πλέον μακριά από τον τεκμαιρόμενο πατέρα, από τον οποίο ενδεχομένως να μην εισέπραξε ποτέ αισθήματα αγάπης, να εξαρτάται από τη βούληση των άλλων. Ακόμη πιο ακραία περίπτωση, να ζει το παιδί με τον φυσικό του πατέρα, και αυτός να μην μπορεί με δική του πρωτοβουλία να συνδεθεί μαζί του νομικά[27].
Σίγουρα, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα της προσβολής της πατρότητας από το ίδιο το παιδί, και μάλιστα με προθεσμία μέχρι και ένα έτος από την ενηλικίωσή του. Όμως το δικαίωμα του πατέρα πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα από τους λοιπούς δικαιούχους. Δεν στέκει το επιχείρημα ότι η αδικία μπορεί να αποτραπεί από κάποιον άλλον, άρα γιατί και από αυτόν, λες και πρόκειται για κάποιον τρίτο, άσχετο, που δεν ενδιαφέρεται για το καλό του παιδιού. Από τη στιγμή που έχει έννομο συμφέρον και δικαίωμα, η δυνατότητα του να προσβάλει την πατρότητα του παιδιού, πρέπει να αποκλείεται μόνο για πολύ σοβαρό λόγο. Αυτός είναι το συμφέρον του παιδιού να μη διαταραχθεί ο ομαλός και ειρηνικός τρόπος ζωής του στο οικογενειακό περιβάλλον που βρίσκεται, μόνο εφόσον η συζυγική οικογένεια κρίνεται υγιής και το παιδί ζει με τη μητέρα και το σύζυγό της σε σχέσεις σύμπνοιας και αγάπης[28]. Στις περιπτώσεις όμως παθολογικής οικογενειακής κοινότητας, είτε διότι η συζυγική σχέση εμφανίζεται διασπασμένη ή και ανύπαρκτη, είτε γιατί το παιδί ζει με το φυσικό του πατέρα, είτε ακόμη γιατί η συμπεριφορά του συζύγου προς το τέκνο είναι επιβλαβής, ο απαγορευτικός σκοπός της προσβολής εκλείπει, αφού η διατάραξη της οικογενειακής γαλήνης είναι ούτως ή άλλως δεδομένη[29].
Με όλα όσα αναφέρθηκαν είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς τολμηρή την κίνηση του νομοθέτη να περιορίσει το ολιγοπώλιο των δικαιούμενων σε προσβολή της πατρότητας προσώπων με την εμφάνιση στο προσκήνιο του νομικά αφανούς[30] φυσικού πατέρα, όταν το έκανε με τόσο αυστηρές προϋποθέσεις, που αυτός συνεχίζει να μένει στην αφάνεια σε πολλές περιπτώσεις  που δεν κρίνεται δικαιοπολιτικά ορθό. Μια πιο προσεκτική νομοπαρασκευαστική προεργασία, με μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος μετά από κριτική αντιπαράθεση των αντιτιθέμενων επιστημονικών απόψεων, και σαφή τοποθέτηση του νομοθέτη περί της σκοπιμότητας των προκρινόμενων ρυθμίσεων, είναι απαραίτητη για επιλογές ορθές, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.




[1] Παπαζήση Θ. σε Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τομ.VII, άρθρο 1465, 537.
[2] ΜονΠρΑθ 1061/85, ΕλλΔνη 26, 1007επ, όπου σκοπός του τεκμηρίου θεωρείται η εδραίωση της οικογενειακής τάξης και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
[3] Σταμπέλου Χρ., Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον Α.Κ., 44, 60.
[4] Σταμπέλου Χρ, ο.π., 150.
[5] Παπαζήση Θ., ο.π., άρθρο 1470 Α.Κ., 579. Για κριτική κατά της ρύθμισης, βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Οικογενειακό Δίκαιο, 34 και εκεί παραπομπή (υπ.αριθ.43) και Παπαζήση Θ., ο.π., 580.
[6] Παπαζήση Θ., ο.π., άρθρο 1469 Α.Κ., 569.
[7] Παπαζήση Θ., ο.π., 570.
[8] Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., ο.π., 20, Κουτσουράδης Α., ΕλλΔνη 29 (1988), 1334.
[9] Παπαζήση Θ, ο.π., 571
[10] Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., ο.π., 20.
[11] Παπαζήση Θ., ο.π., 569.
[12] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 164 επ.
[13] Παπαζήση Θ., ο.π., 581.
[14] Κουτσουράδης Α., ο.π., 1335.
[15] Κουτσουράδης Α., Αρμ.1998, 141.
[16] Ο νομοθέτης προφανώς δεν θέλησε να ευνοήσει τη δημιουργία του νομικού δεσμού της πατρότητας, όταν ο βιολογικός δεσμός στηρίζεται σε τυχαία συνεύρεση, παρά μόνο όταν κατά τεκμήριο αποτελούσε προβλεπόμενη, ίσως και ηθελημένη, συνέπεια, δικαιολογώντας συναισθηματικά τον πατέρα στην αναζήτηση της αποκατάστασης της αλήθειας.
[17] Ο νομοθέτης θεώρησε απαραίτητη, αλλά και επαρκή προϋπόθεση την σαρκική συνάφεια, διατύπωση που θεωρήθηκε δύσκαμπτη, μη λειτουργική και αυθαίρετη, και για το λόγο ότι ο τρίτος ενδέχεται να μην είναι ο φυσικός γεννήτορας του παιδιού (βλ. Κουτσουράδη Α., Αρμ 1998, 142). Ωστόσο, η διατύπωση είναι συνεπής προς το τεκμήριο του άρθρου 1481 Α.Κ. που ισχύει στην περίπτωση της δικαστικής αναγνώρισης. Θα ήταν ανεπιεικές να απαιτείται εδώ κάτι περισσότερο.
[18] Φαίνεται αυστηρή η απαίτηση της ύπαρξης της διάστασης κατά το κρίσιμο χρόνο της σύλληψης, αφού έτσι αποκλείεται το δικαίωμα του τρίτου, όταν η διάσταση ακολούθησε τη σύλληψη, έστω και κατά λίγες ημέρες. Ίσως ο νομοθέτης προσπάθησε να προστατέψει τον γάμο και την έγγαμη συμβίωση, για όσο χρονικό διάστημα αυτή διήρκεσε, με το να αποκλείει τη δυνατότητα κάποιου τρίτου να τη σπιλώσει, επεμβαίνοντας σε κάτι που θεωρείται εσωτερικό ζήτημα οικογενειακής φύσης.
[19] Κουτσουράδης Α., Αρμ.1998, 145.
[20] Στο πεδίο της νομιμοποίησης θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπιστεί και η δικαστική αναγνώριση του τέκνου, αν προϋπόθεση για τη χορήγηση του δικαιώματος προσβολής στον τρίτο ήταν η δήλωση του ότι επιθυμεί την αναγνώριση του τέκνου  ως δικού του, κάτι που φαίνεται περιττό δεδομένου του ότι, εν γνώσει της αυτοδίκαιης ισχύος της απόφασης, ασκεί την αγωγή, ωστόσο προσθέτει στην ex lege έννομη συνέπεια, τη ρητή επιδίωξή της από τον ενάγοντα, σύμφωνα και με την αρχή της διάθεσης.
 [21] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 154επ.
[22] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 26, 35.
[23] Άρθρο 21§1 Συντάγματος 1975/86, για την προστασία του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας.
[24] Nr.463/20.1.99 BGH-BGB, FamRZ 1999, 716. (για τον αποκλεισμό του βιολογικού πατέρα (wirkliche Erzeuger) από τους δικαιούμενους σε προσβολή της γνησιότητας του τέκνου (Anfechtung der Ehelichkeit) στο γερμανικό δίκαιο βλ. Beitzke Günther, Familienrecht,1992,  και Gernhuber Joachim/Coester-Waltjen Dagmar, Lehrbuch des Familienrechts,1994, § 51ΙΙ, 762.)
[25] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 172 και εκεί παραπομπές υπ’αριθμ. 170-174.
[26] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 176.
[27] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 170.
[28] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 173.
[29] Σταμπέλου Χρ., ο.π., 174.
[30] Ουδέποτε  μέχρι το ν. 2521/97 του αναγνωρίσθηκε δικαίωμα προσβολής της πατρότητας, ούτε στο ρωμαϊκό δίκαιο, ούτε στον ΑΚ/1940. βλ. Παπαζήση Θ., ο.π., 570 και εκεί παραπομπή με αριθ. 26.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.