Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΠΟ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑ, ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ-ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ-ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ

ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ 
ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΠΟ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑ,
ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ-ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ-ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ 
ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2002)



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Σε αντίθεση προς τα νομικά πρόσωπα, τα οποία κέκτηνται νομική προσωπικότητα και επομένως διαθέτουν την ικανότητα κατά το ουσιαστικό δίκαιο να είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και κατά το δικονομικό δίκαιο να μετέχουν στη δίκη ως διάδικοι, στις ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα υπάρχει προφανής διάσταση ανάμεσα στο ουσιαστικό και το δικονομικό δίκαιο. Έτσι, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα δεν είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το δικονομικό δίκαιο με την διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ τους προσδίδει την ικανότητα διαδίκου, ενώ με το άρθρο 951 §1 εδ. β ΚΠολΔ επιτρέπει να γίνεται αναγκαστική εκτέλεση στην κοινή τους περιουσία.
Η διάσταση ανάμεσα στο ουσιαστικό και το δικονομικό δίκαιο δημιουργεί πλείστα ερμηνευτικά ζητήματα στην αντιμετώπιση των ενώσεων προσώπων. Η παρούσα μελέτη ασχολείται με την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου στις ενώσεις αυτές, προσπαθώντας να εντοπίσει τα προβλήματα που συναντώνται στα πλαίσια του ισχύοντος δικαίου και να συμβάλει θεωρητικά στην επίλυσή τους. Η συχνή εμφάνιση των ενώσεων προσώπων στον σύγχρονο συναλλακτικό βίο καθιστά απαραίτητη την αποσαφήνιση της ακριβούς έννοιας και του εύρους των νομοθετικών ρυθμίσεων που τις αφορούν.
Ξεκινώντας από το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, γίνεται στο πρώτο μέρος της εργασίας μια προσπάθεια ορισμού της έννοιας των ενώσεων προσώπων και των εταιριών χωρίς νομική προσωπικότητα που υπάγονται στη ρύθμιση, με παράθεση των περιπτώσεων που αντιμετωπίστηκαν από τη νομολογία θετικά ή αρνητικά ως προς την υπαγωγή τους στην εν λόγω διάταξη. Στο δεύτερο μέρος και στην προσπάθεια να γίνει κατανοητό τι ακριβώς περικλείει η πρόσδοση ικανότητας διαδίκου στις ενώσεις προσώπων εξετάζεται αν η έλλειψη νομικής προσωπικότητας επηρεάζει την ικανότητα αυτή, ενώ σε χωριστό κεφάλαιο ερευνάται η διαδικαστική προϋπόθεση της νομιμοποίησης της ένωσης στη δίκη, καθώς το ζήτημα της νομιμοποίησης αντιμετωπίστηκε από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, με πρακτικές συνέπειες σε όλο το φάσμα της πολιτικής δικονομίας αναλόγως με την κάθε τοποθέτηση.
Τέλος, στο τρίτο μέρος γίνεται έρευνα των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται με διάδικο την ένωση προσώπων, με αφορμή την άποψη που υποστηρίχθηκε για αναλογική εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ έναντι των μελών τους, άποψη με σημαντικές πρακτικές προεκτάσεις ενόψει του συνήθως μεγάλου αριθμού δυσεξακρίβωτων προσώπων που οι ενώσεις αυτές περικλείουν. Εξετάζεται λοιπόν το κατά πόσο δεσμεύονται τα μέλη από το δεδικασμένο αυτών των αποφάσεων, καθώς και η ενεργητική και η παθητική τους νομιμοποίηση στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ παράλληλα ερμηνεύεται το άρθρο 951 §1 εδ. β’ ΚΠολΔ για τη δυνατότητα εκτέλεσης στην κοινή περιουσία των ενώσεων προσώπων του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ. 

Α. ΕΝΝΟΙΑ


            Σύμφωνα με το εδάφιο β’ του άρθρου 62 ΚΠολΔ, μπορούν να είναι διάδικοι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα.
Ως προς τις ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, παρατηρούμε ότι η ίδια ακριβώς ορολογία συναντάται στο άρθρο 107 του Αστικού Κώδικα, συνεπώς συνάγει κανείς με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τα ίδια μορφώματα και ότι η ρύθμιση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ αφορά τη δικονομική αντιμετώπισή τους, ενώ οι ουσιαστικές τους σχέσεις ρυθμίζονται στον Αστικό Κώδικα από το άρθρο 107.  Ωστόσο από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτουν αμέσως κατά τρόπο ασφαλή η έννοια και τα βασικά χαρακτηριστικά των ενώσεων αυτών προσώπων. Αυτό που προκύπτει από την ΑΚ 107 είναι ότι, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, η ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία και ότι μόλις αυτή μετατραπεί σε σωματείο, η περιουσία της μεταβιβάζεται στο σωματείο σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις.
Το δίκαιο που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χαρακτήριζε τις ενώσεις αυτές «μη αναγνωρισμένα σωματεία», σε αντίθεση με τα αναγνωρισμένα, ενώ ο Αστικός Κώδικας κατάργησε τη διάκριση αυτή[1]. Ο όρος «μη αναγνωρισμένα σωματεία» συναντάται και στο Σχέδιο του Αστικού Κώδικα (1936), ενώ στο άρθρο 66 του Κρητικού Αστικού Κώδικα, που αποτελούσε την αντίστοιχη του άρθρου 107 ΑΚ ρύθμιση, αναφερόταν ο όρος «μη κεκτημένα νομική προσωπικότητα σωματεία». 
Στην Αιτιολογική έκθεση ο εισηγητής επί του Προσχεδίου του Δικαίου των Προσώπων αναφέρει ότι, για την επιδίωξη σκοπού που μπορεί να επιδιωχθεί με τη σύμπραξη πολλών, μεταξύ του αναγνωρισμένου σωματείου, που αποτελεί νομικό πρόσωπο και απορροφά τις καθ’ έκαστον προσωπικότητες, και της εταιρίας, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καθ’ έκαστον προσωπικότητες, υπάρχει η μορφή του μη αναγνωρισμένου σωματείου, στο οποίο ενώ το μεταβλητό των προσώπων αφήνει άθικτο το σωματείο, εν τούτοις αυτό δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο. Για αυτές τις περιπτώσεις προκρίνει ως προσφορότερη τη μη λεπτομερή ρύθμιση, αλλά την ανάλογη εφαρμογή των περί εταιριών αρχών κατά το πρότυπο του γερμανικού και του ελβετικού κώδικα. Έτσι ο εισηγητής καταλήγει στο άρθρο 84 του Προσχεδίου του ΑΚ, όπου προτείνει την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εταιριών, εάν και εφόσον προσαρμόζονται προς την φύση της ένωσης ως σωματείου, την έγγραφη κατάρτιση καταστατικού που να διέπει την λειτουργία των μη αναγνωρισμένων σωματείων, την πρόσληψη επωνυμίας, την διοίκηση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα και την ικανότητά τους να ενάγουν και να ενάγονται[2].
Η Συντακτική Επιτροπή στο Σχέδιό της, ακολουθώντας τον Ελβετικό Κώδικα, κατέληξε στην εξομοίωση των μη αναγνωρισμένων σωματείων προς τις εταιρίες[3], ενώ η ρύθμιση έλαβε την τελική της μορφή ως άρθρο 107 του Αστικού Κώδικα με την απαλοιφή του όρου μη αναγνωρισμένο σωματείο και την προσθήκη της επιφύλαξης «εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά» ως προς την εφαρμογή των διατάξεων για την εταιρία.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η συναγωγή των βασικών εννοιολογικών χαρακτηριστικών της ένωσης προσώπων για την επιδίωξη σκοπού μπορεί να γίνει μόνο σε συσχετισμό με το σωματείο ως νομικό πρόσωπο, καθώς σκοπός της διάταξης είναι η νομική αντιμετώπιση των ενώσεων εκείνων προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού που δεν τήρησαν τους απαιτούμενους για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας όρους (άρθρο 61 ΑΚ) και συνεπώς δεν αποτελούν σωματείο (ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό, έχει εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο που τηρείται στο Πρωτοδικείο της έδρας του και συστάθηκε αποτελούμενο από είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα – άρθρο 78 ΑΚ), αλλά ούτε και αστική (άρθρα 741, 784 ΑΚ) ή εμπορική εταιρία (42-44 ΕμπΝ).
Έτσι, η ένωση προσώπων του άρθρου 107 ΑΚ είναι η ένωση που στερείται νομική προσωπικότητα, απαρτίζεται από οποιονδήποτε αριθμό προσώπων, επιδιώκει ορισμένο σκοπό που μπορεί να είναι και κερδοσκοπικός, εμφανίζεται ως ενότητα και η υπόστασή της είναι ανεξάρτητη από τις μεταβολές των προσώπων-μελών της[4],[5]. Απαιτείται δικαιοπρακτική συνένωση των προσώπων, η οποία να κατατείνει στην επιδίωξη κοινών σκοπών, η ένωση πρέπει να συνιστά μια οργανωμένη δραστηριότητα και τα πρόσωπα που την αποτελούν πρέπει να τελούν σε μόνιμο διαρκή σύνδεσμο[6].
Το δεύτερο σκέλος του εδ. β’ του άρθρου 62 ΚΠολΔ αναφέρεται στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα,  δηλαδή την αστική εταιρία (σύμβαση δύο ή περισσοτέρων προσώπων για την επιδίωξη κοινού σκοπού, και ιδίως οικονομικού, με κοινές εισφορές - 741 ΑΚ), για την οποία δεν έχουν τηρηθεί οι όροι της δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος για τις εμπορικές εταιρίες προς το σκοπό της απόκτησης νομικής προσωπικότητας (784 ΑΚ), καθώς και από τις εταιρίες του εμπορικού δικαίου την αφανή εταιρία (ΕμπΝ 47 επ.) και την συμπλοιοκτησία (ΚΙΝΔ 10 επ)[7].
Η εταιρία αποτελεί διαρκή αμφοτεροβαρή ειδικής φύσεως ενοχική σύμβαση, από άποψη υποκειμένων απαιτεί σύμπραξη πολλών προσώπων προς επίτευξη κοινού σκοπού, ενώ από άποψη αντικειμένου κοινότητα περιουσίας και κοινωνία κέρδους και ζημίας[8]. Έχει έντονο προσωπικό χαρακτήρα, γιατί η πραγμάτωση του σκοπού της προϋποθέτει ιδιαίτερα στενή συνεργασία, με αποτέλεσμα η είσοδος και η έξοδος εταίρου, καθώς και η μεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας, να επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, και απαιτεί την ύπαρξη affectio societatis, δηλαδή πρόθεσης συνεργασίας για την επιτυχία και πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου κοινού σκοπού[9].
Κατά τα παραπάνω, η εταιρία διαφέρει από την ένωση προσώπων τόσο κατά το μεταβλητό της προσωπικής σύνθεσης, όσο και ως προς τον τρόπο οργάνωσης της ομάδας προσώπων και τη δημιουργία σχέσης σωματειακής υφής, καθώς στην ένωση υπάρχει μια οργανωμένη ενότητα με σωματειακή λειτουργία χωρίς να υπάρχει νομικός δεσμός ανάμεσα σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ στην εταιρία υπάρχει ενοχικός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της και κοινωνία κέρδους και ζημίας[10]. Οι διαφορές αυτές οδηγούν τον νομοθέτη στη διευκρίνιση ότι οι ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν σωματείο διέπονται από τις διατάξεις περί εταιρίας “εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά”, προσθήκη που καθιστά την εν λόγω διάταξη επιτυχέστερη των αντίστοιχων του γερμανικού και του ελβετικού δικαίου στις οποίες και βασίστηκε[11].
Από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ δεν προκύπτει με σαφήνεια, αν υπάρχει περιορισμός ως προς τις ενώσεις προσώπων και τις εταιρίες στις οποίες αναφέρεται. Όπως έχει το γράμμα της πάντως, το περιεχόμενο προκύπτει ευρύ και περιλαμβάνει κάθε εν γένει προσωπική ένωση για την επιδίωξη κοινού σκοπού, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας[12]. Η διατύπωση της διάταξης θεωρείται αδόκιμη, διότι από θεωρητική άποψη και οι ενώσεις προς επιδίωξη σκοπού που δεν αποτελούν σωματείο και οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, εμπίπτουν στην γενικότερη κατηγορία των εταιριών με την ευρεία έννοια του όρου, των ενώσεων δηλαδή προσώπων που συγκροτούνται με δικαιοπραξία, προς επιδίωξη ενός κοινού σκοπού καθορισμένου στη δικαιοπραξία αυτή, ο οποίος μπορεί να είναι ιδανικός, οικονομικός ή κερδοσκοπικός[13]. Παρά την αδόκιμη διατύπωσή της ωστόσο, η παραπάνω διάταξη εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη να θέσει ως θεμέλιο της ρύθμισής του την εταιρία με την πιο ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή κάθε συνεργασία προς πραγμάτωση κοινού σκοπού, κάθε ομάδα συνεργασίας που στηρίζεται στην ιδιωτική βούληση, έστω κι όταν δεν εκδηλώνεται κατά τρόπο πανηγυρικό[14].

Β. ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


Β1. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ

Από το περιεχόμενο της διάταξης αποκλείονται τα σύνολα περιουσίας που έχουν ταχθεί στην εξυπηρέτηση ενός σκοπού, κατά τη σαφή άλλωστε διατύπωσή της και για το λόγο ότι αναλογική εφαρμογή δικονομικών διατάξεων δεν επιτρέπεται[15]. Έτσι, δεν αποτελούν ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό (χωρίς να είναι σωματεία), ούτε εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, οι ειδικοί λογαριασμοί που συστήνονται με απλή σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία, για παράδειγμα με συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μια επιχείρηση για ορισμένο σκοπό, όπως την παροχή εφάπαξ βοηθημάτων ή επικουρικής σύνταξης, αλλά πρόκειται μόνο για συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό [16].  
Δεν περιλαμβάνονται επίσης οι κοινωνίες δικαιώματος, εφόσον αυτές δεν συνιστώνται προς επιδίωξη σκοπού, κατά συνέπεια οι συγκύριοι δεν μπορούν να θεωρηθούν δίχως άλλο ότι συγκροτούν ένωση προσώπων με αυτοτελή ικανότητα διαδίκου, παρά μόνο αν αυτοί προχωρήσουν στην οργάνωσή τους σε ένωση, με σκοπό για παράδειγμα την εκμετάλλευση του κοινού πράγματος[17]. Ειδικά η ομάδα των συνιδιοκτητών των διαιρεμένων, κατ’ ορόφους ή μέρη τους, ιδιοκτησιών οικοδομήματος έχει πάντοτε την ικανότητα να είναι διάδικος[18], όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4 ν. 3741/29 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κατά το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με την οποία η συνιδιοκτησία της πολυκατοικίας παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου με το διαχειριστή που έχει οριστεί από τον κανονισμό της πολυκατοικίας ή από την πλειοψηφία των συνιδιοκτητών και ο οποίος ενεργεί ως εκπρόσωπος και εντολοδόχος τους[19].
Η νομολογία έχει κρίνει, ότι δεν αποτελεί ένωση προσώπων προς επιδίωξη σκοπού, ούτε εταιρία μη κεκτημένη νομική προσωπικότητα, η Σχολική Εφορεία, η οποία αποτελεί το εκ του νόμου όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο του Σχολικού Ταμείου[20], όπως ομοίως και το Κολλέγιο Αθηνών, το οποίο έχει ιδρυθεί από το σωματείο με την επωνυμία «Ελληνοαμερικανικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα», του οποίου αποτελεί υπηρεσία, χωρίς να έχει ίδια νομική προσωπικότητα[21]. Θεωρήθηκε επίσης ότι δεν υπάγονται στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ για το λόγο ότι αποτελούν αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες και όχι ενώσεις προσώπων ή εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, η Κεντρική Επιτροπή Μαθητικών Συσσιτίων, καθώς αυτή αποτελεί αποκεντρωμένη (δημόσια) υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας[22], η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία αποτελεί Δημόσια Υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών και συνεπώς εκπροσωπείται δικαστικά από το Ελληνικό Δημόσιο[23], η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία αποτελεί αποκεντρωμένη δημόσια πολιτική υπηρεσία ταυτιζόμενη με το Ελληνικό Δημόσιο[24] και το Κέντρο Μεταφράσεως και Διερμηνείας[25]. Ομοίως κρίθηκε ότι δεν έχουν ικανότητα διαδίκου οι πρεσβείες των ξένων κρατών, καθώς αποτελούν δημόσια υπηρεσία του διαπιστεύσαντος την διπλωματική αποστολή στην Ελληνική Πολιτεία κράτους, και συνεπώς αντιπροσωπεύουν το διαπιστεύον κράτος[26]
           

α. ΕΙΔΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΦΑΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

           
Αφανής είναι η εταιρία στην οποία ένας ή περισσότεροι εταίροι, οι αφανείς, συμμετέχουν στα κέρδη και στις ζημιές της εμπορικής επιχείρησης, της οποίας φορέας είναι ο άλλος εταίρος, ο εμφανής, έναντι της εισφοράς τους. Είναι εταιρία του εμπορικού δικαίου, χωρίς νομική προσωπικότητα, προσωπική και εσωτερική, υπάρχει δηλαδή ως εταιρία μόνο για τις σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων, ενώ δεν εμφανίζεται προς τα έξω. Προς τα έξω εμφανίζεται ο εμφανής εταίρος, ο οποίος ασκεί δραστηριότητα για την εκπλήρωση του σκοπού της εταιρίας ατομικά, χρησιμοποιώντας το δικό του όνομα και χωρίς να εμφανίζεται προς τα έξω ως διαχειριστής εταιρίας. Η εταιρία συνιστάται ατύπως, εκ μόνου του γεγονότος της συμμετοχής, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε δημοσιότητα, στερείται νομικής προσωπικότητας, επωνυμίας[27] και αυτόνομης περιουσίας και υφίσταται μόνο μεταξύ των εταίρων ως απλή ενοχική σχέση τούτων[28].
            Η αφανής εταιρία είναι από τις συχνότερα συναντόμενες εταιρίες, πράγμα που οφείλεται στην ευκαμψία, την απλότητά της και τα πλεονεκτήματά της για τον αφανή εταίρο, ωστόσο η ρύθμισή της στο ελληνικό δίκαιο είναι πενιχρή. Η αφανής εταιρία ρυθμίζεται από τα άρθρα 47 ως 50 του Εμπορικού Νόμου, που δεν είναι επαρκή για να προσδιορίσουν το θεσμικό της πλαίσιο, έτσι κατά τα λοιπά, κατ’ επιταγή και του άρθρου 18 ΕμπΝ, για την συμπλήρωση των κενών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αστική εταιρία (άρθρα 741 επ.)[29]. Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των δυσχερειών που εμφανίζει η προσφυγή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και η αποσπασματική νομική ρύθμιση της αφανούς εταιρίας διαδραματίζει η νομολογία, η συμβολή της οποίας υπήρξε καίρια στην διαμόρφωση των τυπολογικών χαρακτηριστικών και την ρύθμιση της λειτουργίας και της περάτωσης της αφανούς εταιρίας[30].
            Η αφανής εταιρία, ως εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα, φαίνεται να εμπίπτει στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ[31], θεωρείται ωστόσο γενικά αμφίβολο κατά πόσο θα εμφανιστεί αυτή ως διάδικος σε δίκη μεταξύ αυτής και τρίτων, ακριβώς γιατί το κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα, η αφάνεια του εταιρικού δεσμού και η έλλειψη δημόσιας δράσης  καθιστούν την ύπαρξή της άγνωστη σε τρίτους[32]. Το θέμα όμως δεν είναι η πιθανότητα να εμφανιστεί η αφανής εταιρία ως διάδικος στην πράξη, αφού άλλωστε γνώρισμα της αφανούς εταιρίας δεν είναι ούτε η μυστικότητα, ούτε η ανυπαρξία της απέναντι στους τρίτους[33], και συνεπώς είναι δυνατό να καταστεί γνωστή η ύπαρξη των αφανών συμμετόχων. Αυτό που πρέπει να ερευνηθεί είναι η ύπαρξη ικανότητας διαδίκου σε περίπτωση που εμφανισθεί αυτή ως διάδικος σε πολιτική δίκη.
Υποστηρίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται επί αφανών εταιριών, γιατί επ’ αυτών η εταιρία δεν προβάλλεται έναντι των τρίτων και δεν μπορούμε στην συγκεκριμένη περίπτωση να μιλήσουμε για ένωση προσώπων, συνεπώς η αφανής εταιρία δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου[34]. Με διαφορετική αιτιολογία, υποστηρίζεται ομοίως, ότι η αφανής εταιρία δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, διότι στις εταιρίες αυτές η βούληση των εταίρων εξ ορισμού κατευθύνεται στη δράση του εμφανούς εταίρου στο δικό του όνομα, και συνεπώς το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ δεν μπορεί να βαίνει εναντίον της βούλησης των μερών, για το λόγο ότι ο διαχειριστής δεν δύναται να έχει εξουσίες, αν η βούληση των εταίρων δεν είναι σύμφωνη[35]. Έτσι, γίνεται δεκτό, ότι  η διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ εφαρμόζεται μόνο στις λεγόμενες εξωτερικές εταιρίες, και όχι στις εσωτερικές, όπως είναι οι αφανείς στις οποίες συναλλάσσεται μόνον ο εμφανής εταίρος[36].
            Πράγματι, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά για την λειτουργία της αφανούς εταιρίας και τη διοίκησή της, η εξωτερική διαχείριση, δηλαδή η ενέργεια πράξεων προς τα έξω προς επιδίωξη του εταιρικού σκοπού ή άλλως η εκπροσώπηση της εταιρίας, ανήκει λόγω της φύσης της αφανούς εταιρίας στον εμφανή εταίρο, ο οποίος ενεργεί επ’ ονόματί του. Η διοίκηση της εταιρίας πραγματοποιείται με την ατομική δράση του εμφανούς εταίρου, ατομική δε παραμένει και η ευθύνη του[37]. Ο αφανής εταίρος δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τη δράση του εμφανούς εταίρου, απέναντι δε στους τρίτους δανειστές της εταιρίας[38] ούτε καν περιορισμένα μέχρι του ποσού της εισφοράς του[39]. Για τον παραπάνω λόγο, δεν ανακύπτουν προβλήματα που να αφορούν τη δέσμευση της εταιρίας και την ευθύνη για τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη δέσμευσή της, αντίθετα η εταιρία λειτουργεί ως ένωση προσώπων στις εσωτερικές μόνο σχέσεις, στις σχέσεις της με τους εταίρους ή ανάμεσα σ’ αυτούς[40].
            Δεχόμενοι ότι το βάθρο στο οποίο στηρίζεται η προσδιδόμενη νομική μορφή σε όλες τις ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να αποτελούν σωματεία και στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα είναι η «κοινωνία σκοπού», από την οποία και απορρέει η περαιτέρω ρύθμιση του δημιουργούμενου δεσμού κατά την προς τα έσω ή προς τα έξω λειτουργία του, και ότι η «κοινωνία ουσιαστικού σκοπού» αποτελεί το βάθρο της ουσιαστικής ρύθμισης, κατ’ αυτόν τον λόγο «η κοινωνία δικονομικού σκοπού» πρέπει να αποτελέσει το βάθρο της δικονομικής ρύθμισης και η ενότητα στην επιδίωξη του ουσιαστικού σκοπού να αποτελέσει χαρακτηριστικό στοιχείο και στην επιδίωξη του δικονομικού σκοπού. Η ένωση θα πρέπει να εμφανισθεί στο δικαστήριο υπό ενιαία μορφή, ώστε να μη δημιουργείται σύνθετη δίκη, εφόσον από τις συναλλαγές των εν λόγω ενώσεων με τρίτους προέκυψε η ανάγκη παροχής έννομης προστασίας[41]. Στην περίπτωση της αφανούς εταιρίας, υπάρχει ένωση προσώπων, και μάλιστα συγκεκριμένων προσώπων με τη μορφή της εταιρίας, ωστόσο η ουσιαστική ρύθμιση περιορίζει την «κοινωνία του ουσιαστικού σκοπού» στις εσωτερικές σχέσεις των μερών και επομένως δεν ανακύπτουν προβλήματα από συναλλαγές της εταιρίας με τρίτους, αφού τέτοιες συναλλαγές ουδέποτε λαμβάνουν χώρα[42].  Κατά τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι δεν τίθεται ζήτημα ενότητας στην επιδίωξη του «δικονομικού σκοπού» και συνεπώς η δικονομική ρύθμιση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει τις εσωτερικές εταιρίες [43].

 

Β2. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ


α. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ

           
            Ο όρος κοινοπραξία έχει μπει δυναμικά στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική ζωή, της οποίας εγγενές χαρακτηριστικό είναι η αδιάκοπη αναζήτηση νέων μορφών συνεργασίας. Ως κοινοπραξίες χαρακτηρίζονται συνήθως οι συμπράξεις που στοχεύουν στην εκτέλεση κάποιου (τεχνικού) έργου, εμφανίζονται εντούτοις και με άλλες μορφές και στόχους, ανάλογα με τις επιδιώξεις των συναλλασσομένων. Κοινοπρακτικές συμπράξεις σχηματίζονται συχνά για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς προς ανάληψη εκτέλεσης, καθώς και για την εκτέλεση τεχνικών δημοσίων έργων, για τη συμμετοχή γενικότερα σε διαγωνισμούς με αντικείμενο την κατάρτιση κάποιας σύμβασης, για την αγορά ακινήτου και την ανέγερση οικοδομής, για την εκμετάλλευση μέσων μεταφοράς ή εγκαταστάσεων, για την τέλεση πράξεων οικονομικού περιεχομένου (consortia), όπως τη διάθεση νέων μετοχών ή ομολογιών ή τη χορήγηση δανείων (συμπράξεις τραπεζών) καθώς και τον αποκλεισμό ή περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων (καρτελικές συμπράξεις)[44].
Από την καθιερωμένη στις συναλλαγές αντίληψη για την κοινοπραξία προκύπτουν ορισμένα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά της, όπως η ευκαιριακή σύμπραξη με κοινό περιορισμένο σκοπό και η ανάληψη υποχρέωσης προώθησης του κοινού σκοπού από τα μέλη, τα οποία χωρίς την απώλεια της νομικής και οικονομικής αυτοτέλειας τους μπορούν, και κατά κανόνα αναπτύσσουν συγχρόνως παράλληλη δραστηριότητα και εκτός κοινοπραξίας στον ίδιο ή και σε άλλους τομείς. Συχνά οι συναλλασσόμενοι χαρακτηρίζουν ως κοινοπραξίες ποικίλες νομικές σχέσεις, όπως απλές ενοχικές σχέσεις και κοινωνίες δικαιώματος. Προϋπόθεση όμως για να είναι η κοινοπραξία εταιρία, είναι η ύπαρξη affectio societatis[45]. Ως εταιρία η κοινοπραξία μπορεί να είναι εμπορική ή αστική,  με κριτήριο την εμπορικότητα του σκοπού της. Αν επιδιώκει σκοπό μη εμπορικό και δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία σύστασης κάποιας εμπορικής εταιρίας κατά το τυπικό σύστημα (ΕΠΕ, ΑΕ), τότε είναι αστική εταιρία[46].
Η κοινοπραξία ως αστική εταιρία, μπορεί να εμφανισθεί με δύο μορφές, είτε ως εσωτερική, είτε ως εξωτερική εταιρία. Στην πρώτη περίπτωση, η κοινοπραξία αποτελεί εσωτερική εταιρική σχέση των μελών, η οποία δεν εμφανίζεται συναλλακτικά προς τα έξω, αλλά ο κάθε εταίρος δρα και συμβάλλεται αποκλειστικά στο όνομά του. Ως εξωτερική εταιρία, η κοινοπραξία μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα με την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (αν έχει οικονομικό σκοπό και έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται για την ομόρρυθμη εταιρία) και να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 784 ΑΚ, οπότε συμμετέχει στις συναλλαγές το ίδιο νομικό πρόσωπο υπό εταιρική επωνυμία και εκπροσωπούμενο από τους διαχειριστές του, ή να μην έχει νομική προσωπικότητα και να διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, οπότε οι συναλλαγές της διενεργούνται από όλους τους εταίρους αυτοπροσώπως ή από κάποιον εταίρο (άρθρο 756 ΑΚ) ή τρίτο πληρεξούσιο, που συμβάλλεται στο όνομά του, για λογαριασμό όλων των εταίρων[47].
            Ως εμπορική εταιρία, η κοινοπραξία δεν αποτελεί ίδιο εταιρικό τύπο στο ισχύον δίκαιο[48], αλλά, δεδομένης της πρόθεσης των μερών για εταιρική συνεργασία και της αρχής του κλειστού αριθμού των εμπορικών εταιριών, η κοινοπραξία θα πρέπει να ενταχθεί σε έναν από τους υπάρχοντες εταιρικούς τύπους, σεβόμενη συγχρόνως και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του[49]. Έτσι, δεν αποκλείεται να χαρακτηρίζεται στις συναλλαγές ως κοινοπραξία μια ΑΕ ή ΕΠΕ, τύπος που δεν προτιμάται στην πράξη, καθώς οι κεφαλαιουχικές εταιρίες έχουν σύνθετη διαδικασία σύστασης, με εκτεταμένες διατυπώσεις δημοσιότητας και περίπλοκη οικονομική και διοικητική οργάνωση που τις καθιστά ιδιαίτερα δύσκαμπτες μορφές συνεργασίας[50].
Συνηθέστερη στην πράξη είναι η επιλογή του τύπου της προσωπικής εμπορικής εταιρίας. Έτσι, όταν ένας μόνο εταίρος συμβάλλεται στο όνομά του και η δράση του συνιστά εμπορική δραστηριότητα, τότε η κοινοπραξία είναι αφανής εταιρία[51]. Όταν η εταιρία ασκεί εμπορική δραστηριότητα στο όνομά της και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στα άρθρο 42 επ. ΕμπΝ, τότε πρόκειται περί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας. Συνήθως όμως οι συμβαλλόμενοι περιορίζονται στην κατάρτιση ενός συμβατικού πλαισίου συνεργασίας απέχοντας από την τήρηση οποιωνδήποτε διατυπώσεων[52]. Σε μια τέτοια περίπτωση, και εφόσον η ασκούμενη από την κοινοπραξία δραστηριότητα είναι εμπορική και αυτή εμφανίζεται και συναλλάσσεται με ομαδική δράση των προσώπων που την αποτελούν απέναντι στους τρίτους, τότε μεταξύ των συμβαλλόμενων υπάρχει μια αδημοσίευτη ή αλλιώς ανώμαλη ή «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, η οποία κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη έχει νομική προσωπικότητα, λόγω της ύπαρξης ουσιαστικής δημοσιότητας, με την κοινή δημόσια εμφάνιση όλων των εταίρων ενώπιον του κοινού και ιδίως την υπό εταιρική επωνυμία διενέργεια των πράξεων που τείνουν στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού[53].
Ειδικά ως προς την κοινοπραξία για την κατασκευή έργου, δημόσιου ή ιδιωτικού, υποστηρίζεται ότι αυτή έχει με το χρόνο αναπτύξει δικά της τυπικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα, έχει εξελιχθεί σε τυπική μορφή εταιρικής συνεργασίας επιχειρήσεων, συνεπώς δεν αντιστοιχεί τελείως στους τύπους εταιρίας που ρυθμίζει το δίκαιό μας και δεν βρίσκει τη ρύθμιση που εναρμονίζεται με τα ιδιαίτερα αυτά τυπικά χαρακτηριστικά της. Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, η κοινοπραξία για την κατασκευή έργου, όπως την έχει διαμορφώσει η νομολογία, είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα, κατασκευή που προβάλλει ως η μόνη που εναρμονίζεται και με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για την κατασκευή δημοσίων έργων[54], πρόκειται δε για μια εξειδικευμένη εταιρία η οποία εμπλουτίζει τον κατάλογο των εταιριών του εμπορικού δικαίου με τον τύπο της κοινοπραξίας για την κατασκευή έργου[55].
Το ζήτημα της αντιμετώπισης της κοινοπραξίας από πλευράς δικονομικού δικαίου, έχει απασχολήσει πολλές φορές τη νομολογία, η οποία εμφανίζει τη μορφή ενός μωσαϊκού ποικίλων απόψεων και χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενιαίας γραμμής. Το ότι η κοινοπραξία μπορεί να είναι διάδικος δεν αμφισβητείται. Το ερώτημα είναι αν η ικανότητα διαδίκου της κοινοπραξίας θεμελιώνεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 62 ΚΠολΔ ως νομικού προσώπου ή στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου ως εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα. Η νομολογία στο θέμα αυτό δεν έχει ξεκάθαρη θέση, πολλές φορές δε τα δικαστήρια αποφεύγουν και να τοποθετηθούν[56].
Σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν για τη νομική φύση της κοινοπραξίας, η οποία αποτελεί την αφετηρία για τη θεμελίωση της ικανότητας διαδίκου,  στο βαθμό που η κοινοπραξία δεν συμμετέχει στις συναλλαγές, αλλά αποτελεί εσωτερική εταιρία, αυτή στερείται ικανότητος διαδίκου, όπως παραπάνω αναφέρθηκε σε σχέση με την ικανότητα διαδίκου της αφανούς εταιρίας. Όταν χαρακτηρίζεται ως κοινοπραξία μια εταιρία με νομική προσωπικότητα, διάδικος είναι το νομικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, ενώ όταν πρόκειται για αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα (και σύμφωνα με την παραπάνω εκτεθείσα άποψη και όταν πρόκειται για κοινοπραξία για την κατασκευή έργου), αυτή υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ. Τέλος, για τη θεμελίωση της ικανότητας διαδίκου της κοινοπραξίας ως αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη λογίζεται ως νομικό πρόσωπο και εφαρμόζεται σε αυτήν το δίκαιο της δημοσιευμένης ομόρρυθμης εταιρίας, είναι σαφές ότι αυτή έχει ικανότητα διαδίκου με βάσει το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ[57]. Διαφορετικά, εφόσον δεν αναγνωριστεί στην αδημοσίευτη κοινοπραξία νομική προσωπικότητα, τότε ισχύουν τα εκτεθέντα παραπάνω για την αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, μια ένωση προσώπων, φυσικών ή νομικών, που δρα στις συναλλαγές με το χαρακτηρισμό της κοινοπραξίας, θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά τη νομική της ταυτότητα[58], προκειμένου να καθορίζονται περαιτέρω και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την έννομη αυτή σχέση, καθώς και η δέουσα αντιμετώπιση από πλευράς δικονομικού δικαίου[59].

β. ΣΥΜΠΛΟΙΟΚΤΗΣΙΑ

            Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΚΙΝΔ, συμπλοιοκτησία υπάρχει «όταν συγκύριοι πλοίου συνεκμεταλλεύονται αυτό». Πρόκειται για συμβατική ένωση προσώπων για συνεκμετάλλευση πλοίου του οποίου είναι συγκύριοι και προϋποθέτει απαραιτήτως ύπαρξη του εμπραγμάτου στοιχείου της συγκυριότητας του πλοίου και του ενοχικού της συνεκμετάλλευσης, αποτελεί δε ιδιόμορφη εμπορική εταιρία, καθώς οι συγκύριοι του πλοίου ενώνονται συμβατικά με κοινές εισφορές που τείνουν σε κοινό σκοπό, την εκμετάλλευση του κοινού πλοίου, δηλαδή την χρησιμοποίησή του για ναυτιλιακές εργασίες με σκοπό το κέρδος[60].
            Η συμπλοιοκτησία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα, κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, καθώς αυτή δεν υποβάλλεται σε δημοσιότητα, η οποία είναι κατά κανόνα απαραίτητη προκειμένου μια ένωση προσώπων να αποκτήσει νομική προσωπικότητα, αλλά και για το λόγο ότι οι δικαιοπραξίες που καταρτίζει ο διαχειριστής της ενεργούν αμέσως υπέρ και κατά των συμπλοιοκτητών[61]. Ως εταιρία λοιπόν χωρίς νομική προσωπικότητα, η συμπλοιοκτησία έχει την ικανότητα να είναι διάδικος σύμφωνα με το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ[62], με μια ιδιαιτερότητα έναντι των λοιπών ενώσεων προσώπων, ότι οι συναλλαγές της συμπλοιοκτησίας μπορούν να γίνονται για λογαριασμό της, χωρίς να μνημονεύονται οι συμπλοιοκτήτες (άρθρο 18 ΚΙΝΔ), συνακόλουθα της αναγνωρίζεται η ικανότητα, με όργανο το διαχειριστή της, να καταρτίζει δικαιοπραξίες στο δικό της όνομα, να εκφράζει συνεπώς δική της δικαιοπρακτική βούληση[63].

                        γ. ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ


            Μολονότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε η κοινή νομοθεσία περιέχει ορισμό του πολιτικού κόμματος ή στοιχεία που θα διευκόλυναν τη διαπίστωση της έννοιας του, η πολιτική πρακτική και η ιστορική εξέλιξη ανέδειξε κάποια εννοιολογικά στοιχεία, που επιβεβαιώνονται από τις λειτουργίες που η έννομη τάξη αναθέτει στα πολιτικά κόμματα. Σύμφωνα με αυτά, το πολιτικό κόμμα είναι μια ιδιαίτερη μορφή ένωσης πολιτών, με χαρακτήρα διαρκή και σκοπό την απόκτηση της πλειοψηφίας στο Εκλογικό Σώμα και στα αντιπροσωπευτικά όργανα που προβλέπει η έννομη τάξη, ή τουλάχιστον την πολιτική έκφραση μέρους της κοινής γνώμης και τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης, διαμέσου των θεσμικών μέσων που διασφαλίζει το Σύνταγμα[64]. Ή πιο απλά, κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986, κόμμα είναι ένωση πολιτών που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και που η οργάνωση και δράση τους αποσκοπεί αφενός στη διαμεσολάβηση και έκφραση της θέλησης του λαού και αφετέρου  στην άμεση, εκ μέρους τους, κατά το Σύνταγμα, άσκηση της κρατικής εξουσίας[65].
            Ως τέτοια ένωση προσώπων, το πολιτικό κόμμα θεωρήθηκε ότι υπάγεται στην διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚπολΔ[66]. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα του πολιτικού κόμματος ως συνταγματικού θεσμού δημιούργησε συζήτηση σχετικά με τη νομική του φύση. Από τη μια υποστηρίχθηκε ότι από νομική άποψη, το κόμμα, ως ένωση προσώπων, προσλαμβάνει, ελλείψει άλλων οργανωτικών κανόνων, τον τύπο σωματείου, αναγνωρισμένου ή μη (ή σύμφωνα με την ορολογία του ΑΚ τον τύπο σωματείου ή ένωσης προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα)[67]. Από την άλλη, με βάση τον συνδυασμό των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που δίνουν το δικαίωμα στα πολιτικά κόμματα να λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση από το Κράτος[68], να συστήνονται ελεύθερα και να αναλαμβάνουν δραστηριότητα με μόνη την κατάθεση δήλωσης του αρχηγού τους ή της διοικούσας επιτροπής τους ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου[69] και υποχρεώνουν τα πολιτικά κόμματα να δημοσιεύουν τον ισολογισμό των εσόδων ή εξόδων τους, περιλαμβάνοντας τα έσοδα που προέρχονται από εισοδήματα κινητής ή ακίνητης περιουσίας, από δάνεια ή δωρεές, από μερίσματα κλπ[70], υποστηρίχθηκε ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να αναχθούν τα πολιτικά κόμματα σε υποκείμενα οικονομικής ελευθερίας και ειδικότερα σε υποκείμενα της ελευθερίας της ιδιοκτησίας και κατ’ επέκταση να απονεμηθεί σ’ αυτά γενική ικανότητα ενέργειας. Η άρνηση απονομής στα πολιτικά κόμματα νομικής προσωπικότητας, τα αποστερεί από τη νομική τους αυτοτελή ύπαρξη και αποδυναμώνει την ικανότητα ενεργειών τους. Το γεγονός ότι στα πολιτικά κόμματα απονέμεται ευθεία ικανότητα ενεργειών ιδίω ονόματι, το δικαίωμα οργάνωσης δραστηριότητας, ονόματος και εμβλήματος, καθώς και η ύπαρξη διαδικασίας που διασφαλίζει τη δημοσιότητα στο ιδρυόμενο πολιτικό κόμμα, συνηγορεί υπέρ της εκδοχής ότι τα πολιτικά κόμματα είναι ιδιόμορφα νομικά πρόσωπα, με τη γενική πάντως ικανότητα δικαίου των εν γένει νομικών προσώπων[71].
            Αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως σύμφωνα με τη νομική του ιδιομορφία, το πολιτικό κόμμα έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, εκεί όπου αυτή η ικανότητα είναι λειτουργικά αναγκαία για την εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής, πρόκειται δηλαδή για νομικό πρόσωπο με περιορισμένη ικανότητα δικαίου και δικαιοπρακτική ικανότητα[72]. Το πολιτικό κόμμα είναι ένωση προσώπων που καθίσταται από την έννομη τάξη φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε ορισμένου κύκλου σχέσεις ή τομείς δραστηριότητας, καθώς το Σύνταγμα δια των διατάξεων του (άρθρ. 29, 37, 39, 68 παρ. 3, 71, 73 παρ. 4, 76 παρ. 4 και 113) απέβλεψε στην ύπαρξη και δράση των κομμάτων και αναγνώρισε σ' αυτά ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνεπώς το πολιτικό κόμμα έχει την ικανότητα να είναι διάδικος[73].
            Από τη στιγμή που στην ελληνική έννομη τάξη τα πολιτικά κόμματα στερούνται νομικής προσωπικότητας, καθώς δεν υπάρχει νόμος που να ορίζει με ποιές προϋποθέσεις και ποια διαδικασία την αποκτούν, τότε φαίνεται ορθή η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ για την αναγνώριση σε αυτά της ικανότητας διαδίκου. Ωστόσο τα πολιτικά κόμματα, ως υποκείμενα θεμελιακών δικαιωμάτων εγγυημένων με υπερνομοθετικές διατάξεις, θα τελούσαν σε λειτουργική αδυναμία να ασκήσουν τα θεμελιακά δικαιώματα τους, αν δεν αναγνωριζόντουσαν αυτοδικαίως ως ικανά κατά το ιδιωτικό και δικονομικό δίκαιο υποκείμενα δικαίου και δίκης. 
Για να μπορέσει ένα πολιτικό κόμμα να ασκήσει το θεμελιακό δικαίωμα της ελεύθερης συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, θα πρέπει κατά λογική αναγκαιότητα να έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το ιδιωτικό δίκαιο. Διαφορετικά η λειτουργία του θα παρέλυε, αν δεν είχε την ικανότητα να καταρτίζει εγκύρως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας για  την παροχή υπηρεσιών ή συμβάσεις για τη μίσθωση ή την αγορά χώρων απαραίτητων για την εκπλήρωση του σκοπού του. Ορθώς λοιπόν υποστηρίζεται ότι τα πολιτικά κόμματα πρέπει να αναγνωρίζονται αυτοδικαίως ως υποκείμενα ικανά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[74].

                        δ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
           
            Από τη νομολογία κρίθηκε ότι αποτελούν ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό οι μονές παλαιοημερολογιτών, και γενικά οι ιερές μονές που δεν ανήκουν στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος και δεν αποτελούν νομικό πρόσωπο, καθώς και οι ενώσεις των μοναχών που λειτουργούν στους κόλπους των μονών αυτών και επιδιώκουν σκοπό που βαίνει παράλληλα προς τον σκοπό της μονής[75].
Επίσης, οι ομάδες εργαζομένων που συνιστώνται με ομαδική σύμβαση εργασίας και παρέχουν εργασία στον ίδιο εργοδότη, συγκροτούνται δε με επιδίωξη την παροχή από κοινού της εργασίας τους σε τρίτους, με σκοπό την ατομική αμοιβή καθενός, όπως ακροβατικά, μουσικά ή εν γένει καλλιτεχνικά συγκροτήματα, ομάδες εργασίας σε λατομεία, αλιευτικές εργασίες ή εργασίες φορτοεκφόρτωσης[76].

 

Γ. ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΟΥ, ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ


            Γ1. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΟΥ
Η έννοια του διαδίκου προσδιορίζεται σήμερα με απλώς τυπικά κριτήρια. Έτσι, διάδικος είναι εκείνος, επ’ ονόματι του οποίου ή κατά του οποίου ζητείται παροχή δικαστικής προστασίας, ο αναφερόμενος δηλαδή στο δικόγραφο της αγωγής ή οποιουδήποτε άλλου ένδικου βοηθήματος[77]. Η ιδιότητα του διαδίκου είναι ανεξάρτητη από την ουσιαστική ρύθμιση της επίδικης έννομης σχέσης και συναρτάται μόνο με διαδικαστικές ενέργειες, όπως είναι η άσκηση της αγωγής για τον ενάγοντα και η απεύθυνσή της για τον εναγόμενο[78].  Διάδικοι συνεπώς είναι και τα πρόσωπα εκείνα που διεξάγουν «ιδίω ονόματι» δίκη για αλλότρια ουσιαστικά δικαιώματα, δηλαδή οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι, όπως ο σύνδικος της πτώχευσης και ο εκτελεστής διαθήκης[79]. Ο καθορισμός του διαδίκου, του προσώπου δηλαδή που σε συγκεκριμένη δίκη έχει την ιδιότητα του ενάγοντος, του εναγομένου, του κυρίου παρεμβαίνοντος, του αντενάγοντος ή του αντεναγομένου, έχει πρακτική σημασία για την κρίση ζητημάτων, όπως τη δωσιδικία, την εξαίρεση των δικαστών, τα δικαστικά έξοδα, το ευεργέτημα της πενίας, την εκκρεμοδικία, το δεδικασμένο και την εκτέλεση[80].
Ενώ όμως η ιδιότητα του διαδίκου είναι απαλλαγμένη από ουσιαστικού δικαίου εκτιμήσεις, η ικανότητα διαδίκου καθορίζεται σε άμεσο συσχετισμό προς τις ρυθμίσεις του αστικού δικαίου. Κατά το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή ό,τι το αστικό δίκαιο ονομάζει πρόσωπο, είτε νομικό, είτε φυσικό[81]. Ωστόσο, η ικανότητα διαδίκου δεν ταυτίζεται απόλυτα προς την ικανότητα δικαίου του αστικού δικαίου, αλλά βαίνει πέραν αυτής, καθώς στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 62 ΚΠολΔ ορίζεται, ότι μπορούν να είναι διάδικοι και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα.
Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αλλά και κάθε διαδικαστικής πράξης χωριστά, προϋπόθεση η οποία είναι απαραίτητο να συντρέχει για την έγκυρη έναρξη και διεξαγωγή της δίκης και η έλλειψη της οποίας εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και συνεπάγεται το απαράδεκτο της αίτησης δικαστικής προστασίας[82]. Ως ικανότητα διαδίκου ορίζεται η δυνατότητα του να είναι κανείς υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης ως σχέσης του αστικού δικονομικού δικαίου[83], υποκείμενο δηλαδή των δημοσίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνθέτουν την έννομη σχέση της δίκης[84].

            Γ2. ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ

              ΝΟΜΙΜΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ


            Ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο είναι η ικανότητα προς επιχείρηση ιδίω ονόματι των διαδικαστικών εκείνων πράξεων που αποτελούν τη δίκη, δηλαδή εκείνων των πράξεων δια των οποίων η δίκη άρχεται και προχωρεί, και γενικά η ικανότητα προς διεξαγωγή της δίκης ιδίω ονόματι[85]. Όπως λοιπόν δεν αρκεί ικανότητα δικαίου για την κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας, δεν αρκεί και για τη διεξαγωγή της δίκης η ικανότητα του διαδίκου, αλλά προσαπαιτείται η ικανότητα δικαστικής παράστασης, η οποία ρυθμίζεται στον ΚΠολΔ με βάση την ικανότητα προς δικαιοπραξία (ΑΚ 127-137)[86]. Η ικανότητα δικαστικής παράστασης συνιστά, όπως και η ικανότητα διαδίκου, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, η δε έλλειψη, όταν δεν μπορεί να συμπληρωθεί, επάγεται την απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους και συνεπώς η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη[87].
Σύμφωνα με το άρθρο 67 ΚΠολΔ, αν υπάρχουν ελλείψεις σχετικά με την ικανότητα των διαδίκων για δικαστική παράσταση με το δικό τους όνομα ή σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή τους, εφόσον μπορούν να συμπληρωθούν, το δικαστήριο αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων. Γενικά, επιτρέπεται η συμπλήρωση όχι μόνο όταν η κρίσιμη διαδικαστική προϋπόθεση υπάρχει και απλώς δεν προτάθηκε ή προτάθηκε και δεν αποδείχθηκε, αλλά και όταν η ίδια απουσιάζει εντελώς[88]. Οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργούνται χωρίς την ύπαρξη ικανότητας δικαστικής παράστασης ή νόμιμης εκπροσώπησης του διαδίκου είναι άκυρες, η ακυρότητα όμως καλύπτεται από την εκ των υστέρων τήρηση των διατυπώσεων, αλλά και με σιωπηρή έγκριση[89].
Σύμφωνα με το άρθρο 63 ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Όποιος έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία ή βρίσκεται, κατά το χρόνο που επιχειρεί συγκεκριμένη δήλωση της βούλησης του, σε κατάσταση που δεν επιτρέπει να είναι αυτή έγκυρη, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει ικανότητα για δικαιοπραξία ή όπου ο νόμος επιτρέπει την αυτοπρόσωπη παράστασή του.
Το άρθρο 64 § 1 ΚΠολΔ περαιτέρω ορίζει ότι όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 64 ΚΠολΔ ορίζεται ότι τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Στις παραπάνω περιπτώσεις, αν δεν υπάρχει διάταξη που να ρυθμίζει τη δικαστική παράσταση των ανίκανων, των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται από όποιους τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις (άρθρο 64 § 4 ΚΠολΔ). 
           
Γ3. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΟΥ
     ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ως προς τις ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, και τις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, προκύπτει ότι αυτές μπορούν να είναι διάδικοι, παριστάμενες στο δικαστήριο με τα πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεών τους, διαφορετικά με τα πρόσωπα που τις αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις (άρθρο 62 εδ. β’ και 64 §§ 3,4 ΚΠολΔ). Με τη ρύθμιση αυτή αναγνωρίσθηκε στις εν λόγω ενώσεις η αμφιμερής ικανότητα διαδίκου, η ικανότητα δηλαδή να ενάγουν και να ενάγονται[90], και ρυθμίστηκε η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας παράστασης στο δικαστήριο και διεξαγωγής της δίκης ιδίω ονόματι[91]. Παράλληλα, ρυθμίστηκαν με αυτόνομο τρόπο τα συναφή προς την ικανότητα διαδίκου διαδικαστικά ζητήματα, όπως ο τόπος εναγωγής των ενώσεων (άρθρο 25 ΚΠολΔ), η δυνατότητά τους να είναι αποδέκτες επίδοσης (126 ΚΠολΔ) και η αναγνώρισή τους ως δικαιούχων του ευεργετήματος πενίας (άρθρο 196 § 2 ΚΠολΔ).
 Η παραπάνω ρύθμιση έχει δικονομικό μόνο χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις κατά το ουσιαστικό δίκαιο σχέσεις των μελών των ενώσεων αυτών προς τους τρίτους, ούτε παρέχει ερμηνευτικό έρεισμα για την μεταβολή των κρατούντων στο ουσιαστικό δίκαιο, δηλαδή δεν προσδίδεται στις ενώσεις αυτές ικανότητα δικαίου[92]. Η βασική δε σκέψη που την διέπει είναι η διευκόλυνση των συναλλασσομένων με την ένωση και η αποτροπή της προαγωγής της κακής πίστης[93], κύριος δηλαδή σκοπός της είναι να αποτρέψει τη δημιουργία σύνθετων δικών που να διαρθρώνονται ανάλογα με τον αριθμό των μελών της ένωσης και να απαλλάξει τους δανειστές από την διεξαγωγή δίκης με έναν ενδεχομένως μεγάλο αριθμό δυσεξακρίβωτων προσώπων, συνεπώς κατ’ επέκταση και η εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος[94]. Ακριβώς όμως για το λόγο ότι οι ενώσεις προσώπων δεν έχουν ικανότητα δικαίου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και συνεπώς δεν είναι οι ίδιες αυτοτελώς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δεν είναι αυτονόητο ποιες ακριβώς δυνατότητες παρέχει το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ στις ενώσεις αυτές, ποιο το εύρος της ρύθμισης και ποια η πρακτική της σημασία. 
Γίνεται δεκτό ότι με την διάταξη του εδαφίου β’ του άρθρου 62 ΚΠολΔ επέρχεται δικονομική εξομοίωση των ενώσεων προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, και των εταιριών χωρίς νομική προσωπικότητα, προς τις αντίστοιχες ενώσεις προσώπων που έχουν νομική προσωπικότητα. Αυτό σημαίνει ότι όποια δικονομική μεταχείριση κρατεί ως προς τις ενώσεις προσώπων που έχουν νομική προσωπικότητα ως προς την ιδιότητα τους ως διαδίκων, η ίδια μεταχείριση κρατεί και ως προς τις αντίστοιχες ενώσεις που δεν έχουν νομική προσωπικότητα[95].
Συνεπώς, κάθε μορφή αίτησης παροχής έννομης προστασίας υποβάλλεται στο όνομα των ενώσεων προσώπων και των εταιριών χωρίς νομική προσωπικότητα. Υποκείμενο επομένως της έννομης σχέσης της δίκης είναι η ένωση καθ’ εαυτήν και όχι τα μέλη τα οποία την αποτελούν, έχοντας έτσι η ίδια δικονομική αυτοτέλεια, ενώ όλες οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται έγκυρα μόνο από αυτόν που την εκπροσωπεί στο δικαστήριο, ο οποίος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ένωσης[96]. Τα μέλη της ένωσης προσώπων ή οι εταίροι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, αλλά του τρίτου σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, άρα μπορούν να παρέμβουν με κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση ή και να εξετασθούν ως μάρτυρες σε αυτήν[97].
Από τη στιγμή δε που η αγωγή ή το ένδικο μέσο ασκείται στο όνομα ή εναντίον της ένωσης ή της εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα, δεν απαιτείται αναφορά των μελών της σωματειακής ένωσης ή των εταίρων, αλλά αρκεί για τον προσδιορισμό στο δικόγραφο της ταυτότητας της ένωσης ή της εταιρίας η επωνυμία τους, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά τους[98]. Η ύπαρξη επωνυμίας διευκολύνει τον προσδιορισμό της ταυτότητας της ένωσης στο δικόγραφο, αλλά δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της δικονομικής αυτοτέλειας τους ως διαδίκων. Στοιχεία για τον προσδιορισμό τους μπορεί κανείς να αντλήσει όχι μόνο από το καταστατικό ή την εταιρική σύμβαση, αλλά και από τις ειδικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τις συναλλακτικές αυτές σχέσεις[99].  
Υποστηρίχθηκε ωστόσο περαιτέρω η άποψη, ότι η ένωση, όταν ενάγει ή ενάγεται, καθίσταται μεν υποκείμενο της έννομης σχέσης της διαδικασίας, όχι όμως υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης. Υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, αλλά και της επίδικης έννομης σχέσης είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη της ένωσης, τα οποία και νοούνται ως διάδικοι κατά την εφαρμογή των κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης, όπως το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα, κατά την εφαρμογή όμως των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όπως την καθ’ ύλην και την κατά τόπο αρμοδιότητα ή τις επιδόσεις, διάδικος νοείται η ένωση[100]. Αυτή η άποψη στηρίζεται στη θεωρία για τη διπλή νομική φύση της δίκης, ως έννομης σχέσης, δηλαδή ως ενιαίου συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υποκειμένων της, αλλά και ως διαδικασίας, μιας σειράς δηλαδή εναλλασσόμενων δικονομικών καταστάσεων[101]
Κατά της άποψης αυτής αντιτάχθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει δεδικασμένο ευθέως κατά των μελών της ένωσης, γιατί δεν υπάρχει ρητή κείμενη διάταξη που να ορίζει κάτι τέτοιο και μόνο κατ’ εξαίρεση το δεδικασμένο ισχύει και κατά προσώπων μη μετεχόντων στη διαδικασία. Άλλωστε, αν υποτεθεί ότι υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης είναι τα μέλη της ένωσης, τότε η έννοια διάδικοι της διάταξης περιορίζεται μόνο στα υποκείμενα της διαδικασίας, κάτι που καθιστά αμφίβολο αν ο περιορισμός αυτός εξυπηρετεί το σκοπό του νόμου[102]. Επίσης, ότι η περίτεχνη αυτή κατασκευή αγνοεί το γεγονός ότι ο νόμος μπορεί να απονέμει τη νομική προσωπικότητα και εν μέρει, ορίζοντας το οικείο μέτρο, και επέλεξε να παραχωρήσει στις εν λόγω ενώσεις προσώπων την ικανότητα να μετέχουν στην έννομη σχέση της δίκης και να είναι φορείς των δημοσίου δικαίου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνθέτουν τη σχέση αυτή[103]. Με το να δέχεται κανείς ότι υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης είναι τα μέλη της ένωσης, καταλήγει σε λύση αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. β’ και 64 § 3 ΚΠολΔ, ενώ διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου, εισάγοντας την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διαφορετικής από το υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, καθιερώνοντας παράλληλα διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, που δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ[104].
Κριτική ασκήθηκε και εναντίον της γενικής θεωρίας για τη διπλή νομική φύση της δίκης, ως τελούσας σε πλήρη δυσαρμονία προς την καθιερωθείσα ρύθμιση του ΚΠολΔ, αλλά και προς την θεωρητική δομή της δίκης ως έννομης σχέσης, αφού η δίκη ως διαδικασία είναι έννομη σχέση. Η έννομα ρυθμιζόμενη διαδικασία, θεωρούμενη ως ενότητα, συνιστά την έννοια της δίκης. Η δίκη θεωρείται ενότητα λόγω του σκοπού που επιδιώκει, την παροχή δηλαδή δικαστικής προστασίας, ενώ οι διαδικαστικές πράξεις, οι οποίες αποτελούν το μέσο για την πραγμάτωση του σκοπού της δίκης, συνδέονται με την έννομη σχέση της δίκης ως μορφής ενότητας. Έτσι, η έννομη σχέση της δίκης δεν είναι παρά το σύνολο των έννομων συνεπειών που η δικονομική έννομη τάξη συνάπτει στις διαδικαστικές πράξεις που τελούν σε αλληλεξάρτηση και συναρτώνται με αυτήν, συνεπώς η παραπάνω θεωρία είναι αποκρουστέα γιατί διασπά την τελολογική και νομική έννοια των διαδικαστικών πράξεων με τις έννομες συνέπειές τους και δημιουργεί ανύπαρκτο κριτήριο στην επιχειρούμενη διαστολή ανάμεσα σε υποκείμενα της διαδικασίας και υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης[105].
Πράγματι, το εύρος της νομοθετικής διατύπωσης «μπορούν να είναι διάδικοι»  δεν αφήνει περιθώρια για ερμηνεία διάφορη της τυπικής έννοιας του διαδίκου. Είναι πιο συνεπές να λεχθεί, ότι ο νομοθέτης στις ενώσεις προσώπων και στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα αναγνώρισε με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 62 ΚΠολΔ την ίδια ικανότητα διαδίκου που αναγνώρισε σε κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο με το πρώτο εδάφιο αυτού, καθιερώνοντας μια εξαίρεση στον κανόνα ότι υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης είναι κάθε υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ώστε να εξυπηρετήσει ανάγκες των συναλλαγών[106].

Γ4. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ

Ακόμη και με τις παραπάνω παραδοχές δεν επιλύεται το ζήτημα του εύρους και της πρακτικής σημασίας της διάταξης, όπως φαίνεται και από τις απόψεις της Ολομέλειας του ΑΠ, ότι το άρθρο 62 του ΚΠολΔ αναγνωρίζει σε εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα μόνο τη δικονομικού χαρακτήρα ικανότητα να ενάγουν ή να ενάγονται[107]. Με την απόφαση 22/1998 η Ολομέλεια του ΑΠ προέβη σε μια αντιδιαστολή ιδιαίτερα κρίσιμη, τονίζοντας ότι στην άσκηση προσφυγής νομιμοποιούνται τα κατ’ ιδίαν μέλη και όχι η κοινοπραξία, διακρίνοντας έτσι με σαφήνεια δύο αυτοτελείς μεταξύ τους διαδικαστικές προϋποθέσεις, την ικανότητα διαδίκου και τη νομιμοποίηση, αναγνωρίζοντας την πρώτη στη στερούμενη νομική προσωπικότητα κοινοπραξία και επιφυλάσσοντας τη δεύτερη στα κατ’ ιδίαν μέλη της[108].
Με την παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή μένει κανείς με την εντύπωση ότι το άρθρο 62 ΚΠολΔ καλύπτει αποκλειστικά και μόνο την ικανότητα διαδίκου της στερούμενης νομικής προσωπικότητας ένωσης προσώπων, όχι όμως και τη νομιμοποίηση αυτής της ένωσης ως διαδίκου, μια διάσπαση που καθιστά παραδεκτή την αγωγή της ένωσης από την οπτική γωνία της ικανότητας ως διαδίκου, όμως απαράδεκτη από την οπτική γωνία της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της[109]. Για να μην καταλήγει, ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ δώρο άδωρο και να μην αχρηστεύεται μια σημαντική καινοτομία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[110], αναζητήθηκε μια ερμηνευτική λύση που να προσδίδει στην ένωση και τη νομιμοποίησή της ως διαδίκου.

α. ΟΙ ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΩΣ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ Ή ΜΗ ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ

Ελέχθη σχετικά, ότι από τη στιγμή που σύμφωνα με το αστικό δίκαιο φορείς της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης που κρίνεται με την απόφαση παραμένουν πάντοτε τα κατ’ ιδίαν μέλη της ένωσης, στην περίπτωση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ έχουμε μη δικαιούχους ή μη υπόχρεους διαδίκους, που νομιμοποιούνται να διεξάγουν δίκες ως ενάγοντες ή εναγόμενοι στο όνομά τους, για ξένες έννομες σχέσεις, προκειμένου να εκδοθεί κατ’ ουσία απόφαση για τις εν λόγω σχέσεις. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ εισάγει μια τέτοια περίπτωση, μη δικαιούχων και μη υπόχρεων διαδίκων, νομιμοποιώντας τις ενώσεις για να διευκολύνει τόσο τα μέλη της ένωσης, όσο και τους τρίτους που συναλλάσσονται με τις ενώσεις[111].  Πρόκειται μάλιστα για μη γνήσια περίπτωση μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, δοθέντος ότι τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα που απαρτίζουν την ένωση, διατηρούν την εξουσία διεξαγωγής της σχετικής δίκης, δηλαδή η ένωση προσώπων δεν νομιμοποιείται αποκλειστικά για τη διεξαγωγή της δίκης[112].
            Παρόλο που για να καταστεί τελεσφόρος και να αναδείξει την πρακτική της σημασία η διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, γίνεται γενικά αποδεκτό ότι το ζήτημα της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά, ωστόσο υπάρχει ισχυρός αντίλογος στην άποψη ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εξαιρετική νομιμοποίηση. Η συγκεκριμένη άποψη θεωρήθηκε ότι οδηγεί σε δικονομικά αδιέξοδα και απρόσφορες λύσεις. Ο σκοπός που επιδιώχθηκε με τη ρύθμιση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ θα ανατρεπόταν αν θα έπρεπε για την πληρότητα του δικογράφου, να προσδιορίζονται τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα και τα καταγόμενα σε δίκη δικαιώματα ή υποχρεώσεις καθενός από αυτά, για να καθορισθεί περαιτέρω ως προς ποια δικαιώματα ή υποχρεώσεις διεξάγει η ένωση την δίκη ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος. Επιπρόσθετα, αυτή η εκδοχή δυσχερώς συμβιβάζεται προς τη δυνατότητα άσκησης προσωποπαγών δικαιωμάτων[113] των μελών από την ένωση, όπως στην περίπτωση άσκησης αγωγής παράλειψης προσβολής της επωνυμίας της εταιρίας, και τελεί σε δυσαρμονία με την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία σε αμφίβολες περιπτώσεις, πρέπει να αποτρέπεται η εκδοχή για την ύπαρξη περίπτωσης μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, γιατί διαφορετικά διασπάται η βασική νομοθετική σκέψη που διέπει την ρύθμιση περί νομιμοποίησης[114].
            Η παραπάνω γνώμη θεωρήθηκε πως προσκρούει και στην απουσία ειδικής ως προς την εξαιρετική νομιμοποίηση διάταξης, καθώς, όπου ο νόμος θέλησε να παράσχει τέτοια εξουσία σε ενώσεις σε σχέση με τα δικαιώματα των μελών τους, το όρισε ρητά, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εξαιρετική νομιμοποίηση της ένωσης προκύπτει από το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, γιατί η συγκεκριμένη ρύθμιση διέπει μόνο το ζήτημα αν η ένωση μπορεί να εμφανιστεί στη δίκη τυπικά ως διάδικος. Η εκδοχή μάλιστα της εξαιρετικής νομιμοποίησης θεωρήθηκε πως δεν εναρμονίζεται ούτε προς το υποβαλλόμενο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, καθώς όταν ενάγεται η ένωση προσώπων το αγωγικό αίτημα δεν αποβλέπει στην επιδίκαση ξένου δικαιώματος, αλλά διαμορφώνεται σε σχέση με την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης, στην οποία μετέχουν τα κατ’ ιδίαν μέλη της. Μάλιστα, διαφορετικό αίτημα υποβάλλεται από ή κατά της ένωσης και διαφορετικό από ή κατά των μελών της. Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα τείνει στην ικανοποίηση αξίωσης που προέκυψε από την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα όλων των μελών, χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύεται στη σχετική αγωγή ούτε ποια είναι ατομικά τα μέλη, ούτε πως συμμετείχαν στην κοινή συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης, έχοντας απλά ως βάση την κοινωνία δικαιώματος. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν ενάγονται απευθείας τα μέλη, το αίτημα τείνει στην ικανοποίηση αξίωσης, ανάλογα με το λόγο ευθύνης του κάθε μέρους χωριστά. Ακριβώς λοιπόν για το λόγο ότι υποβάλλεται διαφοροποιημένο αίτημα, υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξαιρετική νομιμοποίηση[115]

β. ΟΙ ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ

            Οι παραπάνω αντιρρήσεις καταλήγουν στην άποψη (ή εκκινούν από αυτήν), ότι η ένωση προσώπων ενεργεί στην δίκη ως δικαιούχος διάδικος, διότι εφόσον απονεμήθηκε στην ένωση η ικανότητα να είναι διάδικος, θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι αυτή είναι και φορέας των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των μελών της, ώστε, εκλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε ενότητα, να πραγματοποιείται ο σκοπός της διάταξης, δηλαδή η διευκόλυνση των συναλλασσομένων με την ένωση και η αποτροπή προαγωγής της κακής πίστης[116]. Η ένωση στερείται μεν κατά το ουσιαστικό δίκαιο την ικανότητα να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δικαιούται όμως να τα επικαλεστεί ως διάδικος[117].
Η έλλειψη ικανότητας δικαίου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δεν σημαίνει, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ότι η ένωση δεν ανέπτυξε συναλλακτική δράση από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Απλώς η ένωση δεν δικαιούται, εξωδίκως τουλάχιστον, και λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας να επικαλεσθεί την ύπαρξή τους. Στο δικονομικό όμως δίκαιο, ακριβώς λόγω της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, η ένωση δικαιούται ως ενάγων να προβάλει και ως εναγόμενος να ανεχθεί ότι ορισμένη διαφορά προήλθε από την κοινή συναλλακτική δράση των μελών της. Η νομιμοποίηση θα πρέπει να προταθεί στη δίκη και να ερευνηθεί ανεξάρτητα από την απονεμόμενη σ’ αυτήν ικανότητα να είναι διάδικος και αν αποδειχθεί ότι η διαφορά δεν προήλθε από την κοινή δραστηριότητα των μελών της, η αγωγή θα πρέπει να απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ παραβλέπει σε δικονομικό επίπεδο την έλλειψη της νομικής προσωπικότητας και καθιστά διαδικαστικά εφικτό αυτό που δεν μπορούν να ενεργήσουν εξωδίκως οι ενώσεις προσώπων, δηλαδή να εμφανιστούν ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και να νομιμοποιηθούν στη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης. Η συγκεκριμένη όμως δίκη, έχει ως αναγκαίο υπόβαθρο την κοινή προς τα έξω εμφαινόμενη συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης. Αν λοιπόν ο ενάγων δανειστής δεν θεμελιώνει το αγωγικό του αίτημα σε αυτήν, η αγωγή θα απορριφθεί όχι επειδή η ένωση στερείται την ικανότητα να είναι διάδικος, αλλά επειδή ελέγχεται ως παθητικά ανομιμοποίητη[118].

γ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟΨΕΩΝ

            Και οι δύο απόψεις, και αυτή που θεωρεί την ένωση ως μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, και αυτή που την εκλαμβάνει ως δικαιούχο διάδικο, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που προκύπτει από την έλλειψη ικανότητας δικαίου της ένωσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η μεν πρώτη συμβιβάζοντας την έλλειψη ικανότητας δικαίου με την πρόσδοση ικανότητας διαδίκου, η δε δεύτερη παραβλέποντας σε δικονομικό επίπεδο την έλλειψη αυτή.  Οι αιτιάσεις εναντίον της πρώτης άποψης φαίνονται να έχουν βάση, ωστόσο επιδέχονται αντίλογο. Από τη μια αποκλείεται η δυνατότητα η εξαιρετική νομιμοποίηση να προκύπτει από το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, από την άλλη τα βασικά επιχειρήματα για την υποστήριξη της άποψης υπέρ της κατά κανόνα νομιμοποίησης της ένωσης αντλούνται από την συγκεκριμένη διάταξη[119].
Ούτε είναι απολύτως ορθό, ότι όταν ενάγεται η ένωση προσώπων το αγωγικό αίτημα δεν αποβλέπει στην επιδίκαση ξένου δικαιώματος, αλλά διαμορφώνεται σε σχέση με την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης, στην οποία μετέχουν τα κατ’ ιδίαν μέλη της. Πράγματι, πρόκειται για δικαίωμα που πηγάζει από την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα των μελών της, ωστόσο ως προς την ένωση το δικαίωμα των μελών της είναι ξένο, δεδομένου ότι η ίδια δεν είναι φορέας του. Και ναι μεν το αίτημα είναι διαφορετικό από ή κατά της ένωσης και διαφορετικό από ή κατά των μελών της, δεν είναι όμως διαφορετικό από ή κατά του συνόλου των μελών της, αντί του οποίου νομιμοποιείται η ένωση. Μάλιστα, για το λόγο ακριβώς ότι πρόκειται για σύνολο προσώπων, είναι δύσκολο να μιλάμε για προσωποπαγή δικαιώματα, όπως δεν μπορούμε να μιλάμε και για “επωνυμία” της ένωσης που να χρήζει προστασίας, όταν η ένωση αυτή δεν έχει νομική προσωπικότητα και συνεπώς δεν είναι φορέας του απόλυτου, προσωποπαγούς, απολύτως προσωπικού, ενιαίου και αυτοτελούς δικαιώματος επί του ονόματος[120].
            Για την πληρότητα του δικογράφου στην περίπτωση της εξαιρετικής νομιμοποίησης, απαιτείται η επίκληση των ιδιαίτερων περιστατικών που θεμελιώνουν την εξουσία των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, καθώς αποβαίνει απαραίτητη η έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου[121]. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να προσδιορίζονται τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα και τα καταγόμενα σε δίκη δικαιώματα ή υποχρεώσεις καθενός από αυτά, για να καθορισθεί περαιτέρω ως προς ποια δικαιώματα ή υποχρεώσεις διεξάγει η ένωση την δίκη ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, όπως άλλωστε δεν συμβαίνει όταν ενάγει η ένωση καταναλωτών, ζητώντας δικαστική προστασία για τα δικαιώματα των μελών της (άρθρο 10 VΙΙΙ ν. 2251/1994), οπότε και αντιμετωπίζεται ως μη δικαιούχος διάδικος[122].
            Είναι πολύ σωστή η παρατήρηση ότι η ένωση νομιμοποιείται ακριβώς για το λόγο ότι η διαφορά προήλθε από την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα των μελών της, όμως δεν είναι αυτονόητη η κατά κανόνα νομιμοποίησή της, δεδομένου ότι ως τέτοια η θεωρία του δικονομικού δικαίου θεωρεί την εξουσία των φορέων της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης[123]. Πρόκειται συνεπώς για λύση σκοπιμότητας, που για τη θεμελίωσή της απαιτεί θεωρητικούς ακροβατισμούς για τη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στο ουσιαστικό και το δικονομικό δίκαιο. Το ποια λύση προκρίνεται ως ορθότερη ή ως δικονομικά συνεπέστερη, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί πριν θεωρηθούν προσεκτικά οι συνέπειες του στο πεδίο της εκτέλεσης και των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου.

Δ. ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ

Δ1. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ


Κατά το άρθρο 325 § 1 ΚΠολΔ το δεδικασμένο δεσμεύει κατά πρώτο λόγο τους διαδίκους, τα πρόσωπα δηλαδή στο όνομα ή κατά των οποίων ζητείται η παροχή έννομης προστασίας,  ενώ είναι αδιάφορο αν τα πρόσωπα αυτά ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της επίδικης έννομης σχέσης, καθώς το ζήτημα αυτό ανάγεται στη νομιμοποίηση και όχι στην ιδιότητα του διαδίκου[124], όπως ήδη καταδείχθηκε.  Εφ’ όσον όμως το δεδικασμένο αποτελεί συνέπεια της δικαστικής απόφασης και πηγάζει από αυτήν, διάδικοι έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο είναι εκείνοι υπέρ ή κατά των οποίων παρέχεται με την απόφαση έννομη προστασία[125]. Από τη στιγμή λοιπόν που η ένωση προσώπων με βάση το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ αποκτά κατά το τυπικό κριτήριο την ιδιότητα του διαδίκου, καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της απόφασης[126].
Η παραπάνω δέσμευση δεν νοείται κατά τη γνώμη που υποστηρίζει ότι η στερούμενη νομική προσωπικότητα ένωση δεν καταλαμβάνεται από τις κύριες έννομες συνέπειες της απόφασης, δηλαδή το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα, και ότι κατά την εφαρμογή των κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης, όπως το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα, ως διάδικοι νοούνται τα κατ’ ιδίαν μέλη των ως άνω ενώσεων[127].  Η άποψη αυτή αντικρούστηκε εκτενώς παραπάνω, αρκεί να επισημανθεί ξανά ότι είναι αντίθετη προς τη γραμματική διατύπωση του νόμου, καθώς θα ήταν ασυνέπεια στις βασικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να χρησιμοποιείται η λέξη διάδικος με διαφορετική έννοια. Άλλωστε το δεδικασμένο αποτελεί θεσμό του δικονομικού δικαίου, το οποίο προσδιορίζει τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του. Όταν λοιπόν οι ανάγκες των συναλλαγών επιβάλλουν δικονομική ρύθμιση διαφορετική από την αντίστοιχη του ουσιαστικού δικαίου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις στερούμενες νομικής προσωπικότητας ενώσεις προσώπων ή εταιρίες, ο δικονομικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να προβεί στην κατάλληλη ρύθμιση. Συνεπώς, η προσπάθεια προσδιορισμού των υποκειμένων της δίκης και του δεδικασμένου βάσει κριτηρίων του ουσιαστικού δικαίου, κατά παραγνώριση   της συγκεκριμένης δικονομικής ρύθμισης, δε δύναται να θεωρηθεί ως ορθή. Εξάλλου, η ανάγκη και της αρνητικής και της θετικής λειτουργίας του δεδικασμένου υπάρχει εξίσου και για τις στερούμενες νομικής προσωπικότητας εταιρίες και ενώσεις προσώπων, όπως ακριβώς και για τους λοιπούς διαδίκους[128].
Πάντως νομίζω πως και η άποψη, ότι το δεδικασμένο δεσμεύει όχι την ένωση προσώπων αλλά απευθείας τα κατ’ ιδίαν μέλη, δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση που εγερθεί αγωγή από ένωση προσώπων και απορριφθεί αυτή κατ’ ουσίαν τελεσίδικα και στη συνέχεια εγερθεί από την ένωση όμοια ακριβώς αγωγή κατά του ίδιου εναγομένου, θα κριθεί αυτή παραδεκτή για το λόγο ότι η ένωση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της πρώτης απόφασης. Διότι και στην δεύτερη αγωγή, όταν κριθεί το ζήτημα του δεδικασμένου, δεν θα θεωρηθεί ως διάδικος η ένωση, αλλά τα κατ’ ιδίαν μέλη, εφόσον, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, για την εφαρμογή των κανόνων του δεδικασμένου ως διάδικοι νοούνται τα κατ’ ιδίαν μέλη.
Το ζήτημα έχει πρακτική αξία, αν κατά το μεταξύ των δύο δικών διάστημα υπήρξαν μεταβολές στα πρόσωπα που συνιστούν την ένωση, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι διατηρείται η ταυτότητα της ένωσης[129]. Έτσι, αν το δεδικασμένο κριθεί στο πρόσωπο της ένωσης, εφόσον η ταυτότητα διατηρείται, υπάρχει απαράδεκτο, ενώ αν το δεδικασμένο κριθεί ως προς τα κατ’ ιδίαν μέλη, εφόσον υπήρξε μεταβολή, τα νέα μέλη δεν ήταν διάδικοι στην πρώτη δίκη και συνεπώς δεν δεσμεύονται από το δεδικασμένο της πρώτης απόφασης ως διάδικοι.
Προς υποστήριξη της θέσης ότι από το δεδικασμένο καλύπτονται τα μέλη της διάδικης ένωσης και όχι η ίδια η ένωση που δεν έχει νομική προσωπικότητα και προς αντίκρουση του παραπάνω επιχειρήματος ότι αυτή η λύση δημιουργεί πρόβλημα σχετικά με τα εναλλασσόμενα πρόσωπα-μέλη της ένωσης, λέχθηκε ότι το νομοθετικό κενό της κάλυψης των νέων μελών που μπήκαν στους κόλπους της ένωσης μετά την τελεσιδικία της κρίσιμης απόφασης από το δεδικασμένο της μπορεί εύκολα να συμπληρωθεί ερμηνευτικά αν ισχύσουν ανάλογα όσα ισχύουν και για τα νέα μέλη νομικού προσώπου. Εφόσον το άρθρο 329 ΚΠολΔ δεν κάνει σχετικά καμία επιφύλαξη, όλα τα μέλη του νομικού προσώπου, είτε πρόκειται για παλιά, είτε για καινούρια, δεσμεύονται από το δεδικασμένο, συνεπώς ανάλογα εφαρμόζεται το παραπάνω άρθρο και για τα μέλη των ενώσεων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα[130].
Στην προσπάθεια όμως να καλυφθεί το κενό ερμηνευτικά, επιχειρείται νοηματικό άλμα που καταλήγει στη λογική την οποία η ίδια σκέψη αρχικά αποκρούει. Αν μπορούμε να δεχτούμε ότι η διάταξη που αφορά την δέσμευση των μελών του νομικού προσώπου από το δεδικασμένο απόφασης που αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου εφαρμόζεται αναλογικά στην περίπτωση των μελών των ενώσεων προσώπων, τι μας εμπόδιζε να δεχτούμε ότι όπως ακριβώς δεσμεύεται το νομικό πρόσωπο από το δεδικασμένο μιας απόφασης ως διάδικος, έτσι δεσμεύεται ως διάδικος και η ένωση προσώπων; Η παραπάνω σκέψη θα ήταν ορθή, αν η απόφαση που αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών ενός νομικού προσώπου δέσμευε με το δεδικασμένο της τα νέα μέλη του νομικού προσώπου. Φαίνεται εντούτοις ανακόλουθο το δεδικασμένο της απόφασης να δεσμεύει τα παλιά μέλη ως διαδίκους σύμφωνα με το 325 αρ.1 ΚΠολΔ και τα νέα μέλη μετά από ερμηνευτική διεύρυνση του 329 ΚΠολΔ.
Το πρόβλημα που κατά τα παραπάνω δημιουργείται σχετικά με τα εναλλασσόμενα μέλη της ένωσης θα αντιμετωπιζόταν, αν δεχόμασταν στην προκειμένη περίπτωση ότι το δεδικασμένο δεν συνδέεται προς το πρόσωπο, αλλά προς την ιδιότητα του μέλους της ένωσης προσώπων, άποψη που ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται ούτε ποια είναι ατομικά τα μέλη, ούτε πως συμμετείχαν στην κοινή συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης. Ωστόσο, το να θεωρούμε ως διάδικο ένα πρόσωπο το οποίο δεν κατονομάζεται στο δικόγραφο της αγωγής και συνεπώς δεν μας είναι γνωστή η ταυτότητά του, δημιουργεί μεγαλύτερη σύγχυση από αυτήν που προσπαθεί να διευκρινίσει.  Το ζήτημα λύνεται με τον απλούστερο και ευχερέστερο τρόπο, αν στην ένωση προσώπων δοθεί η ιδιότητα του διαδίκου, ώστε αυτή να εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 325 αρ. 1 ΚΠολΔ, κάτι που έπραξε ο νομοθέτης με το άρθρο 62 εδ. β’ και συνεπώς το δεδικασμένο ισχύει αμέσως έναντι της ένωσης προσώπου ως διαδίκου[131].

Δ2. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΜΕΛΗ ΤΗΣ


Σύμφωνα με το άρθρο 325 αρ. 1 ΚΠολΔ και με όσα αμέσως παραπάνω αναφέρθηκαν, το δεδικασμένο δεσμεύει την ένωση προσώπων ή την εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα ως διάδικο. Μένει να εξεταστεί το ζήτημα της επέκτασης του δεδικασμένου έναντι των κατ’ ιδίαν μελών της[132]. Ad hoc ρύθμιση στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την επέκταση του δεδικασμένου της απόφασης που εκδόθηκε με διάδικο την ένωση στα μέλη της δεν υπάρχει. Δεδομένου ότι οι διατάξεις των άρθρων 325 έως 329 ΚΠολΔ καθορίζουν κατά τρόπο περιοριστικό τον κύκλο των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, επέκταση του δεδικασμένου σε άλλα πρόσωπα θα πρέπει κατ’ αρχήν να αποκλείεται. Εν τούτοις είναι δυνατόν από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων να συνάγεται, ότι η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση στηρίζεται σε γενικότερες αρχές του δικαίου, η συνεπής εφαρμογή των οποίων επιβάλλει την ισχύ του δεδικασμένου υπέρ ή σε βάρος και άλλων προσώπων, πέραν των προβλεπομένων. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το δεδικασμένο θα ισχύσει και έναντι αυτών των προσώπων. Μια τέτοια ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, όμως, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και λεπτομερή στάθμιση των συμφερόντων των ενδιαφερομένων, όχι μόνο για να αποφευχθεί η αλλοίωση του σαφούς νομοθετικού σκοπού περί περιορισμού του δεδικασμένου στον ρητώς καθοριζόμενο στενό κύκλο προσώπων, αλλά και διότι οι συνέπειες του δεδικασμένου είναι σοβαρότατες, συνδέονται δε και με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας[133]. Βάσει των παραπάνω, πρέπει να εξετασθεί αν χωρεί ερμηνευτική επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου έναντι των μελών της ένωσης προσώπων. 

α. ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΡΘΡΟΥ 329 ΚΠΟΛΔ

            Κατά την άποψη ότι με το άρθρο 62 ΚΠολΔ επιδιώχθηκε η δικονομική εξομοίωση των στερούμενων νομικής προσωπικότητας ενώσεων με τα νομικά πρόσωπα, χωρίς να επηρεάζεται η ρύθμιση του αστικού δικαίου, υποστηρίζεται ότι το άρθρο 329 ΚΠολΔ είναι δεκτικό αναλογικής εφαρμογής και στις ενώσεις προσώπων[134]. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.
Υποστηρίζεται ότι η αναλογική εφαρμογή της διάταξης αυτής υπαγορεύεται από την τελολογική διάρθρωση του καθιερωθέντος από την Δικονομία συστήματος παροχής έννομης προστασίας υπέρ ή κατά των εν λόγω ενώσεων, που έχει ως κύριο σκοπό την οικονομία χρόνου και δαπάνης, αλλά και την ενιαία ρύθμιση της διαφοράς, το οποίο σύστημα θα διασπούσε η μη εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ, ενώ η εφαρμογή του ολοκληρώνει την καθιερωθείσα ρύθμιση από την άποψη των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου.
 Από τη στιγμή που οι ενώσεις αυτές εξομοιώθηκαν δικονομικά ως προς την ικανότητά τους να είναι διάδικοι προς τα νομικά πρόσωπα, και εφόσον αντικείμενο δικαστικής κρίσης αποτέλεσε η ύπαρξη δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων αυτών έναντι τρίτων, δεν υφίσταται αποχρών λόγος μη εφαρμογής και επ’ αυτών της διάταξης του άρθρου 329 ΚΠολΔ[135]. Μάλιστα, με την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής επιτυγχάνεται η αποτροπή της μεθόδευσης επανειλημμένων δικών επί του ίδιου αντικειμένου με την ανέλεγκτη πρωτοβουλία κάθε μέλους της ένωσης, αφού τα μέλη θα καλύπτονται από το δεδικασμένο και θα δύνανται να αποδεσμευτούν από αυτό μόνο επικαλούμενα δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων ως προς την δίκη που διεξάχθηκε μεταξύ της ένωσης και του τρίτου (άρθρ. 333 § 2, 586 § 2 ΚΠολΔ)[136]
            Η άποψη αυτή θεωρήθηκε αμφίβολης ορθότητας, καθώς το άρθρο 329 ΚΠολΔ ρυθμίζει την επέκταση του δεδικασμένου στα μέλη του νομικού προσώπου, εφόσον πρόκειται για απόφαση που αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις του νομικού προσώπου. Η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να συντρέχει στις ενώσεις προσώπων που δεν είναι σωματεία και στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, για το λόγο ότι δεν έχουν ικανότητα δικαίου και συνεπώς δεν μπορούν να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε είναι νοητή η έκδοση υπέρ ή κατ’ αυτών απόφασης που να αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις τους[137]. Και στον πιθανό ισχυρισμό ότι αναλογική εφαρμογή θα νοηθεί και ως προς το σκέλος που αφορά τη δημιουργία δεδικασμένου κατά του νομικού προσώπου, αντιτάσσεται ότι με αυτό τον τρόπο καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, το οποίο αποκλείσθηκε ακριβώς λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας της ένωσης[138].  
Από μια άλλη οπτική γωνία, η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ αντιμετωπίζεται θετικά και ως προς την παραπάνω προϋπόθεση που εκ πρώτης όψεως δείχνει να μην πληρούται. Ενώ λοιπόν στις ενώσεις προσώπων δεν είναι τόσο προφανής η συνδρομή του όρου που θέλει, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 329 ΚΠολΔ, να υπάρχει δικαστική διάγνωση δικαιώματος ή υποχρέωσης του νομικού προσώπου έναντι του τρίτου, ωστόσο θεωρείται ότι αυτό το εμπόδιο μπορεί να ξεπερασθεί. Τόσο με την επίκληση του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, που κατά το αληθινό του νόημα προσδίδει στις ενώσεις προσώπων ικανότητα διαδίκου, ώστε να διευκολύνει την άσκηση αξιώσεων που απορρέουν από την κοινή συναλλακτική δραστηριότητα των μελών, όσο και με την επίκληση του άρθρου 951 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ για την υπεγγυότητα της κοινής περιουσίας των μελών στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης έναντι των εταιρικών δανειστών, το οποίο έχει λόγο ύπαρξης ακριβώς επειδή στη διαγνωστική δίκη διαγνώσθηκε διαφορά απορρέουσα από την κοινή δραστηριότητα της ένωσης[139].
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, το άρθρο 329 ΚΠολΔ μπορεί αναλογικά ως προς τις ενώσεις προσώπων να «διαβάζεται» ως εξής: Η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ ένωσης προσώπων που επιδιώκει κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματείο, ή εταιρίας που δεν έχει νομική προσωπικότητα και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του συνόλου των μελών-εταίρων της, αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη-εταίρους της ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις αυτές.  Με τον τρόπο αυτό δεν παραγνωρίζεται η έλλειψη νομικής προσωπικότητας και συνεπακόλουθα ανεξάρτητης έναντι των μελών περιουσιακής ή βουλητικής οντότητας της ένωσης, και λαμβάνεται υπόψη το βασικό στοιχείο στην έννοια της ένωσης που δικαιολογεί την εφαρμογή των άρθρων 62 εδ. β’ και 951 ΚΠολΔ, η ανάπτυξη δηλαδή κοινής συναλλακτικής δραστηριότητας των μελών της.
Πέρα των παραπάνω, για να δεχτούμε αναλογική εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου, πρέπει να υπάρχει κενό στο δίκαιο σχετικά με τη ρύθμιση ορισμένης περίπτωσης που, επειδή ακριβώς στα ουσιαστικά σημεία της παρουσιάζει ομοιότητες με άλλη περίπτωση, η οποία ρυθμίζεται, και επειδή κρίνεται ότι οι ίδιοι νομοθετικοί λόγοι που οδήγησαν στη ρύθμιση της τελευταίας συντρέχουν και για τη μη ρυθμισμένη περίπτωση, προκρίνεται και γι αυτήν η εφαρμογή της ρύθμισης που ισχύει για την άλλη περίπτωση[140].  Στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων υπάρχει κενό δικαίου ως προς το ζήτημα της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου στα κατ’ ιδίαν μέλη, αλλά και ομοιότητα με τα νομικά πρόσωπα, καθώς όπως ακριβώς το νομικό πρόσωπο, έτσι και η ένωση προσώπων οφείλει την ύπαρξή της στην κοινωνία σκοπού των μελών της[141], αλλά και για το λόγο ότι με τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ επήλθε δικονομική εξομοίωση των ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα προς εκείνες που έχουν νομική προσωπικότητα[142]. Για να εφαρμοστεί λοιπόν η διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ αναλογικά στις ενώσεις προσώπων, πρέπει να συντρέχουν οι ίδιοι νομοθετικοί λόγοι που οδήγησαν στη ρύθμιση του άρθρου 329 ΚΠολΔ για τα νομικά πρόσωπα.

 β. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 329 ΚΠΟΛΔ

            Κατά την πρόθεση των συντακτών του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο λόγος της επέκτασης του δεδικασμένου σε τρίτα πέραν των διαδίκων πρόσωπα σύμφωνα με την 329 ΚΠολΔ ήταν η από νομικής απόψεως ταύτιση του νομικού προσώπου με τα μέλη του[143]. Ωστόσο, η γι αυτό το λόγο επέκταση του δεδικασμένου και έναντι των μελών δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική, διότι η επικαλούμενη από αυτή την άποψη ταύτιση των μελών των νομικών προσώπων προς αυτά άνευ ετέρου, χωρίς την ανεύρεση της εσωτερικής ουσιαστικής σχέσης ή της συνδρομής ειδικότερης περίπτωσης λόγω της οποίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτή η ταύτιση, δεν συμβιβάζεται με την μορφή του νομικού προσώπου,  το οποίο είναι το ίδιο υποκείμενο δικαίου και διακρίνεται από τα κατ’ ιδίαν μέλη. Γενίκευση της αρχής της ταυτότητας των νομικών προσώπων με τα μέλη τους είναι αντίθετη προς το κείμενο δίκαιο και προς την φύση του νομικού προσώπου[144], καθώς το γενικό και κύριο χαρακτηριστικό του δικαίου των νομικών προσώπων είναι η αυστηρή διάκριση μεταξύ του νομικού προσώπου αφενός και του προσώπου των μελών ή εταίρων αφ’ ετέρου[145].
            Υποστηρίχθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 329 ΚΠολΔ υπαγορεύεται από την ουσιαστική εξάρτηση της νομικής θέσης των μελών από εκείνη του νομικού προσώπου, που σημαίνει ότι για την ερμηνεία της διάταξης πρέπει να αποβλέψει κανείς στη διαμόρφωση των ουσιαστικών σχέσεων των εταίρων προς το νομικό πρόσωπο[146]. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, προϋπόθεση για να εφαρμοστεί το άρθρο 329 ΚΠολΔ είναι να αντιτάσσεται κατά του μέλους του νομικού προσώπου όμοια ή εξαρτώμενη έννομη σχέση με την ήδη έναντι του νομικού προσώπου κριθείσα, να υπέχει δηλαδή το μέλος του νομικού προσώπου όμοια υποχρέωση με το νομικό πρόσωπο, η αντιμετώπιση των ενώσεων προσώπων από το ουσιαστικό δίκαιο καθιστά ευχερέστερη και ανετότερη, σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα, την εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ[147].
Σύμφωνα με το άρθρο 759 ΑΚ οι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν απέναντι σε τρίτους από τη διαχείριση ή αντιπροσώπευση της εταιρίας βαρύνουν όλους τους εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός. Οι εταίροι ευθύνονται για τα χρέη τους απεριόριστα με ολόκληρη την περιουσία τους, την εταιρική και την ατομική[148]. Παρόλο που το άρθρο 107 ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις για την εταιρία (741 επ. ΑΚ), κατά την κρατούσα γνώμη τα μέλη της ένωσης ευθύνονται εις ολόκληρον και με την προσωπική τους περιουσία, όχι όμως απεριορίστως, αλλά μέχρι το ποσό συμμετοχής τους στην κοινή περιουσία, με την προϋπόθεση ότι οι τρίτοι μπορούσαν να γνωρίζουν τον περιορισμό της ευθύνης[149]. Τούτο συνάγεται ερμηνευτικά από την έλλειψη του προσωποπαγούς χαρακτήρα στις ενώσεις προσώπων, το πλήθος των μελών και την εναλλαγή αυτών, καθώς και από την καθιέρωση με το άρθρο 107 ΑΚ της ισχύος των διατάξεων για την εταιρία «εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά»[150].
Εφόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, τα μέλη των ενώσεων και οι εταίροι ενέχονται πάντοτε έναντι των τρίτων για οφειλές που προήλθαν από την κοινή δραστηριότητά τους και εφόσον η ρύθμιση του κοινού δικαίου καθιδρύει για τα μέλη και τους εταίρους ατομική ευθύνη, τότε θεωρείται πως συντρέχει η προϋπόθεση της ουσιαστικής εξάρτησης της νομικής θέσης των μελών-εταίρων από τη θέση της ένωσης προσώπων-εταιρίας και ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται με διάδικο την ένωση-εταιρία και τον τρίτο παράγει και έναντι των μελών-εταίρων δεδικασμένο, αφού η κοινή συναλλακτική δραστηριότητα της ένωσης απαρτίζεται από τις επιμέρους σχέσεις των μελών της[151].
Αυτή η τελευταία παρατήρηση διευκρινίζει ότι στις ενώσεις προσώπων δεν πρόκειται ακριβώς για σχέση ουσιαστικής εξάρτησης, καθώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για όμοια ή εξαρτώμενη έννομη σχέση του μέλους με κάποια άλλη που κρίθηκε, αλλά για μέρος της ίδιας έννομης σχέσης που έχει ήδη τελεσίδικα κριθεί. Από τη στιγμή που κρίθηκε η ευθύνη του συνόλου των μελών, ως ένωσης προσώπων, η ευθύνη του κάθε μέλους χωριστά δεν επιτρέπεται να μπορεί να κριθεί διαφορετικά, συνεπώς η εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ και στις ενώσεις προσώπων δεν κρίνεται ευχερέστερη ή ανετότερη, αλλά, μέσα στο πλαίσιο της λογικής που διέπει τη ρύθμιση, επιτακτική.
Μια ορθότερη προσέγγιση του θέματος αμφισβητεί ότι ο λόγος της επέκτασης του δεδικασμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ υπαγορεύεται από την ουσιαστική εξάρτηση της νομικής θέσης των μελών από εκείνη του νομικού προσώπου, καθώς για τέτοια εξάρτηση μπορεί να γίνει λόγος μόνο στην περίπτωση του ομόρρυθμου εταίρου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, και εκεί όχι απόλυτα, ενώ αποκλείεται στα άλλα νομικά πρόσωπα που καταλαμβάνονται από τη διάταξη[152].  Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η καθιερούμενη στη διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου στα μέλη των νομικών προσώπων καταλαμβάνει έναν ορισμένο και σε κάθε περίπτωση οριστικό κύκλο προσώπων, τα μέλη δηλαδή του συγκεκριμένου κάθε φορά νομικού προσώπου, τα οποία μετέχουν σε μία πολυμερή έννομη σχέση, απ’ την οποία προκύπτει ακριβώς η ανάγκη της ισχύος της απόφασης έναντι όλων των προσώπων που μετέχουν στη σχέση αυτή. Διαφορετικά, θα ήταν πραγματικά αντίθετο με κάθε ιδέα οικονομίας της δίκης, αλλά και αντίθετο με την ανάγκη αποφυγής πολλαπλασιασμού των δικών για την ίδια κατ’ ουσίαν διαφορά, αν η απόφαση που εκδόθηκε λ.χ. μεταξύ ομόρρυθμης εταιρίας και ενός τρίτου δανειστή και αφορά ένα εταιρικό χρέος, δεν δέσμευε τον ομόρρυθμο εταίρο, ο οποίος σε μία μεταγενέστερη δίκη θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ότι η εταιρία δεν οφείλει τίποτε στον δανειστή αυτό[153].
            Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, πως ο ειδικότερος λόγος επέκτασης του δεδικασμένου στα μέλη των νομικών προσώπων είναι το γεγονός ότι μετέχουν σε μια πολυμερή έννομη σχέση, ο λόγος αυτός είναι φανερό ότι συντρέχει και στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων, καθώς τα μέλη συμμετέχουν σε μια πολυμερή έννομη σχέση που λόγω της επιδίωξης ενός κοινού σκοπού μορφοποιείται σε ένωση προσώπων, συμμετοχή η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο και από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
            Διαπιστώνει κανείς ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του άρθρου 329 ΚΠολΔ για τα νομικά πρόσωπα συντρέχουν στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων[154]. Άλλωστε η διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, ώστε να καταλαμβάνονται από την ισχύ του τα μέλη της ένωσης προσώπων, είναι η μόνη λύση που θεραπεύει αποτελεσματικά το συμφέρον του αντιδίκου της ένωσης. Θα ήταν πράγματι ανεπιεικές και αντιφατικό, από τη μια το δίκαιο να διευκολύνει τον αντίδικο νομιμοποιώντας την ένωση ως διάδικο και απαλλάσσοντας τον από μια αντιδικία με δυσεξακρίβωτο και μεγάλο αριθμό ατόμων, και από την άλλη η έκβαση της δίκης να μη δεσμεύει τα μέλη, αλλά να μπορεί το καθένα εξ αυτών να εκκινεί διαδικασία επανεξέτασης της ίδιας κατ’ ουσίαν διαφοράς. Παράλληλα, τα συμφέροντα των μελών της ένωσης προασπίζονται ικανοποιητικά από τον διαχειριστή της ένωσης που διεξάγει τη δίκη[155].
Δεδομένου ότι για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου μιας απόφασης σε τρίτα πρόσωπα που δεν μετείχαν στη δίκη απαιτείται η μέγιστη δυνατή προσοχή για την αποφυγή συγκρούσεων με το αξίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης ενώπιον των δικαστηρίων που καθιερώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος[156], μετά την παραπάνω στάθμιση των συμφερόντων των αντιτιθέμενων πλευρών  μπορεί κανείς να καταλήξει υπέρ της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 329 ΚΠολΔ, ως ορθότερης λύσης στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων.

γ. ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 329 ΚΠΟΛΔ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΟΤΙ ΟΙ ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ Η’ ΜΗ ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ

            Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ υποστηρίχθηκε με αφετηρία την άποψη ότι με το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ επήλθε δικονομική εξομοίωση των ενώσεων προσώπων προς τα νομικά πρόσωπα και ότι οι ενώσεις προσώπων νομιμοποιούνται ως δικαιούχοι διάδικοι. Η αντίθετη άποψη, ότι στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων έχουμε μη δικαιούχους ή μη υπόχρεους διαδίκους, καταλήγει στο αναγκαίο συμπέρασμα ότι το δεδικασμένο της σχετικής απόφασης δεν καταλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα που απαρτίζουν την ένωση[157].
Πράγματι, δοθέντος ότι στις ενώσεις προσώπων τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα διατηρούν την εξουσία διεξαγωγής της σχετικής δίκης, δηλαδή η ένωση δεν νομιμοποιείται αποκλειστικά, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι πρόκειται για μη γνήσια περίπτωση μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, περίπτωση δηλαδή κατά την οποία παράλληλα με τον μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο νομιμοποιείται να διεξάγει δίκη για μια συγκεκριμένη έννομη σχέση και το υποκείμενό της. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν τίθεται θέμα δέσμευσης του φορέα του επίδικου δικαιώματος. Εκ του γεγονότος ότι αυτός δεν στερείται την εξουσία προς διεξαγωγή της συγκεκριμένης δίκης, αλλά νομιμοποιείται παράλληλα, σωρευτικά προς τον μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι η επέκταση του δεδικασμένου έναντι του αληθούς δικαιούχου ή υπόχρεου δεν είναι επιβεβλημένη, ούτε επιτρεπτή, ενώ άλλωστε προφανώς κάτι τέτοιο δεν επιθυμεί ο νομοθέτης[158].
Αλλιώς τίθεται το ζήτημα ως προς το ευνοϊκό δεδικασμένο, καθώς η τείνουσα να επικρατήσει γνώμη δέχεται ότι στις περιπτώσεις όπου νίκησε ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος που διεξήγαγε τη δίκη και η απόφαση είναι θετική για τον δικαιούχο ή υπόχρεο που δεν μετείχε στη δίκη, εφόσον αυτός δεν βλάπτεται από το δεδικασμένο και συνεπώς δεν έχει έννομο συμφέρον να αποκρούσει την ισχύ του, το δεδικασμένο ισχύει και υπέρ αυτού, έστω και αν η νομιμοποίηση του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου που διεξήγαγε τη δίκη δεν ήταν αποκλειστική, αλλά συντρέχουσα[159]. Η επέκταση του δεδικασμένου σε αυτή την περίπτωση δεν θεωρήθηκε σκληρή και ανεπιεικής για τον αντίδικο, καθώς στη δίκη με το μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο του παρασχέθηκε δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας, ενώ η χορήγηση στον ίδιο και δεύτερης δυνατότητας ανάσχεσης των επιδιώξεων του δικαιούχου θα ήταν αδικαιολόγητη και ανεπιεικής για το φορέα του δικαιώματος[160].
            Η παραπάνω άποψη εξαρτά την επίλυση του προβλήματος της δέσμευσης ή όχι από το δεδικασμένο των κατ’ ιδίαν μελών της ένωσης από το ζήτημα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια περίπτωση μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων. Το βασικότερο επιχείρημα όσων αντιτίθενται στην γνώμη ότι η ένωση προσώπων νομιμοποιείται κατ’ εξαίρεση ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος είναι ότι με αυτή την εκδοχή το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα της ένωσης και έτσι καταλύεται η αποτροπή της προαγωγής της κακής πίστης που αποτέλεσε λόγο για την καθιέρωση της σχετικής με την ικανότητα διαδίκου της ένωσης ρύθμισης[161].
Η ανεπιείκεια της εκδοχής αυτής προς τον αντίδικο της ένωσης και η στάθμιση των συμφερόντων του με τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μελών, κατόπιν συνεκτίμησης του συνταγματικού τους δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας, οδήγησε στην υποστήριξη της άποψης ότι, ενώ το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ εισάγει μια περίπτωση μη δικαιούχων και μη υπόχρεων διαδίκων, καθώς νομιμοποιεί τις ενώσεις που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, παρόλο που δεν είναι φορείς της επίδικης έννομης σχέσης, ωστόσο τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου διευρύνονται και καταλαμβάνουν και τον αληθινό δικαιούχο ή υπόχρεο που δεν πήρε μέρος στη δίκη, δηλαδή τα μέλη της ένωσης, εκτός αν η δικαστική απόφαση υπήρξε προϊόν συμπαιγνίας ανάμεσα στο διαχειριστή της ένωσης και τον τρίτο, αντίδικο της ένωσης[162]. Προς υποστήριξη δε αυτής της άποψης γίνεται επίκληση και του σκοπού για τον οποίο έχει εισαχθεί το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, για την εξυπηρέτηση δηλαδή πρακτικών αναγκών στις συναλλαγές των μελών της ένωσης και των τρίτων, ο οποίος θα ματαιωνόταν αν δεχόμασταν την επέκταση του δεδικασμένου στα μέλη, μόνο εφόσον προηγήθηκε προσεπίκλησή τους[163].
            Πράγματι, ο σκοπός του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη λειτουργία του δεδικασμένου, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δικαιοπολιτικά η επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου στα μέλη της ένωσης προσώπων  θεωρείται επιβεβλημένη. Ωστόσο, η άποψη ότι η ένωση προσώπων νομιμοποιείται στη δίκη ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος δεν έρχεται απαραίτητα σε αντίθεση με την επέκταση αυτή. Ναι μεν στην περίπτωση των μη δικαιούχων και μη υπόχρεων διαδίκων αποκλείεται η επέκταση του δεδικασμένου, τουλάχιστον όταν η απόφαση είναι αρνητική για αυτούς, ως απόρροια των λόγων που προαναφέρθηκαν, αυτό όμως δεν εμποδίζει την ειδικότερη αντιμετώπιση των ενώσεων προσώπων και την αποδοχή επ’ αυτών της επέκτασης του δεδικασμένου, όταν αυτή ρυθμίζεται για άλλους λόγους με θετική διάταξη, η οποία για την ταυτότητα των λόγων μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Όπως καταδείχθηκε παραπάνω, οι προϋποθέσεις για την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ ισχύουν στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτό, ότι η ισχύς του δεδικασμένου επεκτείνεται και στα μέλη της ένωσης που δεν συμμετείχαν στη δίκη, έστω κι αν η ένωση προσώπων είχε παρασταθεί στη δίκη νομιμοποιούμενη κατ’ εξαίρεση ως μη γνήσια περίπτωση μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου.

Ε. ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ

Την ικανότητα να είναι κάποιος υποκείμενο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης έχει εκείνος ο οποίος έχει την ικανότητα να είναι διάδικος στην διαγνωστική δίκη. Την ικανότητα να μετέχει στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ιδίω ονόματι έχει εκείνος ο οποίος στη διαγνωστική διαδικασία έχει την ικανότητα να παρίσταται στο δικαστήριο και να διεξάγει τη δίκη στο όνομά του. Και νομιμοποιείται να επισπεύσει την εκτέλεση ο φερόμενος ως φορέας της ουσιαστικής αξίωσης ή η εκτέλεση να στραφεί κατά του φερόμενου ως υπόχρεου στον εκτελεστό τίτλο. Νομιμοποιούνται επίσης ενεργητικά και παθητικά και άλλα πρόσωπα, λόγω της ιδιότητας του καθού η εκτέλεση, της σχέσης του προς τον δικαιούχο, του αντικειμένου της εκτέλεσης ή λόγω άλλων γεγονότων. Βάσει των παραπάνω, κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, έχει την ικανότητα να είναι επισπεύδων δανειστής και καθού η εκτέλεση οφειλέτης στην αναγκαστική εκτέλεση[164]. Ως προς τις ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία και τις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ προσδίδει σε αυτές την ικανότητα διαδίκου, συνεπώς και την ικανότητα να είναι ενεργητικά ή παθητικά υποκείμενα της αναγκαστικής εκτέλεσης (συνδυασμός άρθρων 325 § 1 και 919 αρ.1 ΚΠολΔ)[165].

Ε1. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Όσον αφορά όμως την αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις ως προς το αν είναι δυνατόν να εκτελεσθεί αναγκαστικώς καταψηφιστική δικαστική απόφαση εναντίον των ενώσεων προσώπων, καθώς ελλείψει νομικής προσωπικότητας δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ομάδα περιουσίας, ανεξάρτητη και νομικώς αυθύπαρκτη, που να τους ανήκει[166]. Τότε, η ορθότερη γνώμη, βασιζόμενη στο σκοπό του νόμου που είναι η ενότητα και διαμέσου της ενότητας η διευκόλυνση της σχετικής διαδικασίας, υποστήριζε ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα χωρήσει σε βάρος της κοινής περιουσίας που σχηματίζεται στα πλαίσια της ένωσης προσώπων ή εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα[167]. Οι αντιρρήσεις ανάγκασαν το νομοθέτη να παρέμβει, και έτσι η αρχικώς ατελής ρύθμιση του ΚΠολΔ καλύφθηκε με την προσθήκη δια του ν.δ. 958/1971 δευτέρου εδαφίου στο άρθρο 951 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ.2[168], η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται στην κοινή περιουσία τους[169]. Ως κοινή δε περιουσία νοείται η περιούσια που σχηματίζεται από τις εισφορές των μελών της ένωσης και τη δραστηριότητα των εκπροσώπων της[170].
Η παραπάνω προσθήκη έγινε προς ολοκλήρωση της δικονομικής καινοτομίας που είχε εισαχθεί με το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης κατά της κοινής των εν λόγω ενώσεων περιουσίας, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της μη προσωποποίησής της[171]. Ως προς τις αντιρρήσεις ότι δεν πρόκειται για περιουσία των ενώσεων, αλλά για περιουσία που ανήκει στα μέλη κατ’ ιδανικά μέρη, ελέχθη ότι οι ουσιαστικές σχέσεις συνεχίζουν να διέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ το άρθρο 951 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ καθιστά την περιουσία αυτή μόνο δικονομικώς αυτοτελή. Η παροχή της δυνατότητας εκτέλεσης στην κοινή περιουσία, έγινε κυρίως προς διευκόλυνση των δανειστών της ένωσης, οι οποίοι συνήθως αγνοούν τα κατ’ ιδίαν μέλη και την έκταση της ευθύνης του καθενός ή πρακτικώς αδυνατούν να στραφούν εναντίον τους, λόγω του μεγάλου αριθμού και της ευχέρειας εναλλαγής τους[172].

Ε2. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Πάντως οι δανειστές μπορούν στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης να στραφούν και εναντίον του κάθε μέλους ατομικά, όπως επίσης και το κάθε μέλος μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση   με εκτελεστό τίτλο δικαστική ή διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε με διάδικο την ένωση προσώπων[173], καθώς σύμφωνα με το άρθρο 919 αρ. 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και, όπως εκτέθηκε παραπάνω, η απόφαση που εκδόθηκε υπέρ ή εις βάρος της ένωσης προσώπων παράγει δεδικασμένο και έναντι των κατ’ ιδίαν μελών της[174].
Συνεπώς, η απόφαση που επιδικάζει απαίτηση κατά της ένωσης, εκτελείται κατά της κοινής περιουσίας, εφόσον αποκτήθηκε και υπάρχει τέτοια, και παρέχει επίσης τίτλο εκτέλεσης κατά της περιουσίας των μελών ατομικώς, με την προϋπόθεση όμως ότι πρόκειται περί υποχρεώσεων της ένωσης και διώκονται αυτά κατά τα όρια της ευθύνης τους και κατά το ουσιαστικό δίκαιο, έστω κι αν τα μέλη δεν αναγράφονται ονομαστικά στην απόφαση. Ο προσδιορισμός της ευθύνης του κάθε μέλους γίνεται με την επιταγή προς εκτέλεση, ενώ οι αντιρρήσεις του μέλους φέρονται ενώπιον του δικαστηρίου με ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται εναντίον του[175]. Τα πρακτικά πλεονεκτήματα αυτής της δυνατότητας είναι πρόδηλα, αφού χωρίς ο δανειστής να είναι υποχρεωμένος στο στάδιο της διαγνωστικής δίκης να στραφεί εναντίον των μελών της ένωσης ατομικά, έχει την άνεση επίσπευσης εκτέλεσης σε βάρος της ατομικής τους περιουσίας, με βάση τον κατά της ένωσης εκτελεστό τίτλο[176].
Υποστηρίχθηκε ότι η γραμματική διατύπωση του άρθρου 951 παρ.1 εδ. β’ ΚΠολΔ, ότι όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ η εκτέλεση γίνεται στην κοινή περιουσία τους, ευνοεί την ερμηνεία, και μάλιστα δίνει επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, ότι η εκτέλεση γίνεται μόνο στην κοινή περιουσία της ένωσης και όχι επί της ατομικής περιουσίας των μελών[177]. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή δυσχεραίνει, αν δεν ματαιώνει την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών, όταν η ένωση δεν έχει κοινή περιουσία[178]. Το άρθρο 951 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, το οποίο καθιστά υπέγγυα την κοινή περιουσία της ένωσης, δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει την υπεγγυότητα της ατομικής περιουσίας των μελών, όταν αυτή προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, δεδομένου ότι το δικονομικό δίκαιο καλείται να υπηρετήσει και να υλοποιήσει την εφαρμογή των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Όπου λοιπόν κατά το ουσιαστικό δίκαιο είναι υπέγγυα η ατομική περιουσία των μελών, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της συμπλοιοκτησίας, αυτή είναι δυνατόν να κατασχεθεί σε εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε σε βάρος της ένωσης[179]
Αντιρρήσεις κατά της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε βάρος των μελών των ενώσεων προσώπων προβλήθηκαν και με βάση το άρθρο 920 ΚΠολΔ , το οποίο ορίζει ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομόρρυθμων εταίρων. Σύμφωνα και με τις προπαρασκευαστικές εργασίες, θεωρήθηκε πως οι συντάκτες του κώδικα θέλησαν να ρυθμίσουν μόνο τα ζητήματα εκτελεστότητας κατά των ομορρύθμων εταίρων και θέσπισαν τη διάταξη του άρθρου 920 ΚΠολΔ ως ειδική έναντι του 919 ΚΠολΔ, επομένως μόνο έναντι των ομόρρυθμων μελών των προσωπικών εταιριών είναι δυνατή η επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας. Υπόβαθρο του άρθρου 920 παραμένει το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 22 ΕΝ), από όπου και ξεκίνησε η ρύθμιση, και όχι το δεδικασμένο[180].
Το άρθρο 920 ΚΠολΔ αποτελεί πράγματι το δικονομικό συμπλήρωμα του άρθρου 22 ΕΝ, το οποίο καθιερώνει ευθεία, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, και το πεδίο εφαρμογής του εξαρτάται απόλυτα από την έκταση εφαρμογής του άρθρου 22 ΕΝ[181]. Η ratio της διάταξης συνίσταται στη σκέψη ότι σε περίπτωση ευθύνης της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, οι ομόρρυθμοι εταίροι ευθύνονται εις ολόκληρον με την εταιρία για τις υποχρεώσεις της[182]. Η εκτελεστότητα κατά των ομόρρυθμων εταίρων είναι αντίθετη προς το άρθρο 486 ΑΚ, κατά το οποίο στην ενοχή εις ολόκληρον το δεδικασμένο ενεργεί υποκειμενικά, συμβαδίζει όμως προς το άρθρο 329 ΚΠολΔ, βάσει του οποίου οι ομόρρυθμοι εταίροι δεσμεύονται από το δεδικασμένο που βαρύνει την εταιρεία, και συνεπώς, καθώς το άρθρο 329 ΚΠολΔ έχει εφαρμογή και στα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας, η εκτελεστότητα των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων κατά των ομόρρυθμων εταίρων στηρίζεται τόσο στα άρθρα 919 και 329, όσο και στο άρθρο 920 ΚΠολΔ[183].  Η διάταξη, λοιπόν,  του άρθρου 920 ΚΠολΔ συμπληρώνει το άρθρο 919 ΚΠολΔ και αφορά αποκλειστικά τους ομόρρυθμους εταίρους λόγω της παραπάνω ιδιαιτερότητας, δεν έρχεται για να καθιερώσει εξαιρετικό κανόνα για τα ομόρρυθμα μέλη των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών αποκλείοντας τα μέλη των υπόλοιπων νομικών προσώπων από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 919 ΚΠολΔ για τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας, η επέκταση των οποίων προκύπτει από τον συνδυασμό του με το άρθρο 329 ΚΠολΔ, σε συνάρτηση βέβαια με την έκταση της ευθύνης του κάθε μέλους κατά το ουσιαστικό δίκαιο[184].
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν είναι σωστό το συμπέρασμα ότι μόνο έναντι των ομόρρυθμων μελών των προσωπικών εταιριών είναι δυνατή η επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας. Μάλιστα, το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου, παρά την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, το δίκαιο επιβάλλει παράλληλη δυνατότητα να απευθύνεται η εκτέλεση και στα μέλη νομικών προσώπων (329, 919 αρ.1, 920 ΚΠολΔ), ενισχύει τη θέση ότι πρέπει το ίδιο να αναγνωρισθεί και για τα μέλη των ενώσεων προσώπων. Η αρχή αυτή προκύπτει από τη δομή του ουσιαστικού δικαίου, το οποίο δεν τροποποιήθηκε με τη ρύθμιση του άρθρου 951 § 1 εδ. β’, ενώ δεν υπάρχει λόγος που να οδηγεί σε ιδιαίτερη μεταχείριση, απέναντι στην ανάλογη περίπτωση των μελών του νομικού προσώπου, με την επιβολή της απόκτησης νέου τίτλου κατά των μελών της ένωσης, από τη στιγμή που η προσωπική τους ευθύνη είναι δεδομένη (βλ. 759 ΑΚ)[185], [186]
Ανεξαρτήτως της παραπάνω δυνατότητας εκτέλεσης της απόφασης κατά των ενώσεων προσώπων με παθητικά υποκείμενα τα μέλη της, η δυνατότητα έκδοσης καταψηφιστικής απόφασης εναντίον τους θα παρέμενε γράμμα κενό, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί με αναγκαστική εκτέλεση η παρασχεθείσα έννομη προστασία, και μάλιστα με τον προσφορότερο τρόπο, δηλαδή να γίνεται η εκτέλεση κατά της κοινής περιουσίας των ενώσεων αυτών[187]. Πράγματι, ακόμη και αν ο δανειστής δεν δυσκολεύεται να ανεύρει τα μέλη της ένωσης προσώπων ή τους εταίρους μιας εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα, η παραπάνω δυνατότητα τον απαλλάσσει από την οχληρή και δαπανηρή απαίτηση να κινήσει περισσότερες από μια αναγκαστικές εκτελέσεις για να ικανοποιηθεί ατομικά από αυτούς[188].

Ε3. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Ζήτημα γεννάται ως προς το αν μπορεί να διαταχθεί ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης προσωπική κράτηση στα πλαίσια των ενώσεων προσώπων. Υποστηρίχθηκε ότι το άρθρο 1047 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός από τις ανώνυμες εταιρίες και τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης ως προς τις εμπορικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις από αδικοπραξία, η προσωπική κράτηση διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους, πρέπει να εφαρμοσθεί για την ταυτότητα του λόγου αναλογικά και στις ενώσεις προσώπων, εφόσον το δικονομικό δίκαιο τοποθετεί τις ενώσεις αυτές στο ίδιο βάθρο με τα νομικά πρόσωπα, ώστε να είναι δυνατή η απαγγελία και εκτέλεση προσωπικής κράτησης κατά των διαχειριστών τους, και μάλιστα στις περιπτώσεις τόσο του άρθρου 1047 § 1, όσο και των άρθρων 946 και 947 ΚΠολΔ ως μέσο έμμεσης εκτέλεσης[189].
Κατά της άποψης αυτής διατυπώθηκε το επιχείρημα ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1047 § 3 ΚΠολΔ ως προς τα εμπορικά χρέη, απαιτείται ως προϋπόθεση το νομικό πρόσωπο να έχει την εμπορική ιδιότητα, ιδιότητα η οποία προσνέμεται μόνο σε «πρόσωπα» φυσικά ή νομικά, συνεπώς η απαγγελία προσωπικής κράτησης για εμπορική απαίτηση κατά της ένωσης δεν συγχωρείται κατά του διαχειριστή της ή κατά του προσώπου που την αντιπροσωπεύει στις συναλλακτικές της σχέσεις[190]. Έτσι, ως μόνη δυνατότητα επί τη βάσει της απόφασης που επιδικάζει την εμπορική απαίτηση κατά της ένωσης απομένει να ζητηθεί και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά καθενός από τα μέλη της κατά την αναλογία της οφειλής του, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι που θέτει το άρθρο 1047 § 1 ΚΠολΔ, αρκεί να προσδιορίζεται η απαίτηση που επιδικάσθηκε κατά της ένωσης και η εμπορική ιδιότητα κάθε μέλους ατομικά[191].
Πρόβλημα δεν παρουσιάζεται στις περιπτώσεις των άρθρων 946 και 947 ΚΠολΔ και στην περίπτωση της προσωπικής κράτησης για τις απαιτήσεις από αδικοπραξία. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται δεκτό ότι η προσωπική κράτηση επιβάλλεται ως κύρωση της απείθειας προς εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη προς εκτέλεση, παράλειψη ή ανοχή μιας πράξης, υποχρέωση η οποία βαρύνει τα μέλη της ένωσης προσώπων, αλλά εκπληρώνεται με ορισμένη συμπεριφορά του διαχειριστή της, επομένως είναι συνεπές η προσωπική κράτηση να στρέφεται εναντίον της προσωπικής ελευθερίας του διαχειριστή[192]. Στην περίπτωση της αδικοπραξίας, η προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από την ιδιότητα του ευθυνόμενου ως φυσικού ή νομικού προσώπου[193], ενώ δεν παρίσταται κώλυμα ως προς τη δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1047 § 3 ΚΠολΔ.  Σε κάθε πάντως περίπτωση, από τη στιγμή που η απόφαση κατά της ένωσης προσώπων εκτελείται και εναντίον των μελών της, είναι δυνατό να επιβληθεί και εναντίον τους προσωπική κράτηση εφόσον συντρέχουν ευθέως στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις των άρθρων 951 § 1 εδ. α’ και 1047 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ.
Μια άλλη άποψη, ακόμη και αποδεχόμενη τη δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής διάταξης που αφορά νομικά πρόσωπα για το λόγο ότι οι ενώσεις προσώπων δικονομικά εξομοιώνονται προς αυτά, αποκρούει την επέκταση του άρθρου 1047 § 3 ΚΠολΔ σε άλλες περιπτώσεις, για το λόγο ότι πρόκειται για εντελώς εξαιρετική διάταξη, παρεκκλίνουσα από υψηλές αρχές του δικαίου και απαράδεκτη για την αξία της δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού, πράγμα που  καθιστά την αναλογική εφαρμογή της ανεπίτρεπτη[194]. Η βάση της σκέψης είναι σωστή, νομίζω όμως πως θα έπρεπε να καταλήγει στον εξ ολοκλήρου αποκλεισμό εφαρμογής της διάταξης και να θεωρεί ανεπίτρεπτη την καθολική ισχύ της και όχι μόνο την κατ’ αναλογία εφαρμογή της, διαφορετικά καταλήγουμε σε άνιση αντιμετώπιση εις βάρος των ενώσεων προσώπων με νομική προσωπικότητα, δίνοντας ακόμη ένα λόγο στις ενώσεις προσώπων να μην επιλέγουν τη μορφή του νομικού προσώπου για την ύπαρξη και δράση τους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

            Το ζήτημα για τη δικονομική θέση των ενώσεων προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, και των εταιριών χωρίς νομική προσωπικότητα είναι πολύπλοκο και συναντάται σε όλους τους δικονομικούς θεσμούς, δημιουργώντας τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν, και όχι μόνο στο θέμα της ικανότητάς τους να είναι διάδικοι και της περιουσίας επί της οποίας γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους. Είναι σαφές πως η ρύθμιση του ζητήματος με τις διατάξεις των άρθρων 62 εδ. β’ και 951 § 1   β’ ΚΠολΔ είναι ανεπαρκής και γεννά αμφιβολίες και αδιέξοδα στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου, ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπος με την έλλειψη νομικής προσωπικότητας της διάδικου ένωσης.
Το ερώτημα αν στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο ή για διάδικο που είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και νομιμοποιείται εκ τούτου στη δίκη, μένει αναπάντητο. Παρόλο που δικονομικά συνεπέστερη φαίνεται η πρώτη άποψη, υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισης ικανότητας δικαίου στις ενώσεις προσώπων και της εξισορρόπησης με τον τρόπο αυτό δικονομικής και ουσιαστικής ρύθμισης. Ωστόσο, εφόσον ο νομοθέτης δεν έχει λάβει θέση με ρητή διάταξη, το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί μονοσήμαντα. 
            Η άποψη σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις που αφορούν τις ενώσεις αυτές προσώπων έχουν δικονομικό μόνο περιεχόμενο δεν τακτοποιεί το ζήτημα, αλλά καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη εναρμόνισης των εν λόγω διατάξεων με το ουσιαστικό δίκαιο, ιδίως όσο περισσότερο η εμφάνιση της ένωσης ως «ενότητας» έναντι τρίτων θα τίθεται υπεράνω των κατ’ ιδίαν μελών[195]. Οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη να προσδώσει ικανότητα διαδίκου στις ενώσεις προσώπων θέτουν τη βάση για την αντιμετώπισή τους και στα πλαίσια του ουσιαστικού δικαίου. Οποιαδήποτε περαιτέρω ρύθμιση των προβλημάτων που ανακύπτουν σε δικονομικό πεδίο θα είναι αλυσιτελής αν δεν υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια των κλάδων του δικαίου για την επίλυση τους. Σε καμία περίπτωση πάντως, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν πρέπει η εφαρμογή του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ να προσκόπτει στην έλλειψη νομικής προσωπικότητας της ένωσης.
           

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


EΛΛΗΝΙΚΗ:
1.      Αλεξανδρίδου Ελίζα Δ.: Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Τεύχος α’, Προσωπικές εταιρίες, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995.
2.      Απαλαγάκη Χαρίκλεια: Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2001.
3.      Αποστολίδης Κων/νος Γ., Ενοχικόν Δίκαιον Αστικού Κώδικος, Τομ. Δ’, Ειδικό Μέρος, Άρθρ. 709-946, Εκδόσεις Ι. & Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι.
4.      Βαθρακοκοίλης Βασίλης Αντ.: ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμ. α’, Γενικές Αρχές, Αθήνα 2001.
5.      Βαθρακοκοίλης Βασίλης Αντ.: ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Αθήνα 1996.
6.      Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία: Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1998.
7.      Γεωργιάδης Απόστολος Σ.: Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1996.
8.      Γεωργιάδη Απόστολου- Σταθόπουλου Μιχαήλ: Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρον ερμηνεία, Τόμ. Ι, Γενικαί Αρχαί, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήναι 1978.
9.      Δεληγιάννης Ιωάννης Γ.: Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου, 2η έκδ., Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989. 
10.  Δεληκωστόπουλος Στέφανος – Σινανιώτης Λάμπρος: Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμ. α’, τεύχ. α’, εκδ. β’, Αθήναι 1972.
11.  Ζέπος Παναγιώτης Ι.: Ενοχικόν Δίκαιον – Β’ Μέρος Ειδικόν, εκδ. β’, Αθήναι 1965.
12.  Καύκα Κωνσταντίνου Α.: Ενοχικόν Δίκαιον (ερμηνεία κατ’ άρθρον), Ειδικό Μέρος, Τόμ. β’ (άρθρα 730-946), έκδ. 4η, Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήναι 1966.   
13.  Κεραμεύς Κ.Δ.: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1986.
14.  Κεραμεύς Κ.Δ.: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, β’ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1983.
15.  Κιάντου-Παμπούκη Α.: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. γ’, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1993.
16.  Κονδύλης Διονύσιος Γ.: Το Δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήναι 1983.
17.  Κρητικός Αθανάσιος Γ.: Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, Τόμος 1ος, Αθήνα 1984.
18.  Κωστάκος-Νικολόπουλος: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Συμπλήρωμα Συλλογής Νομοθεσίας, Τόμος α’, Εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.
19.  Λεβαντής Ελευθέριος Φ.: Δίκαιον των Εμπορικών Εταιριών,  Τόμ. α’, Εμπορικαί Προσωπικαί Εταιρίαι, Εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985.
20.  Μαντζούφα Γεωργίου Α.: Ενοχικόν Δίκαιον, Αθήναι 1973.
21.  Μπέης Κωνσταντίνος Ε.: Πολιτική Δικονομία, Γενικαί αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, Τόμ. α’, Εκδοτικός οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήναι.
22.  Μπρίνιας Ιωάννης Σ.: Αναγκαστική Εκτέλεσις, τομ. Α’-Ε’, β’ έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα/Κομοτηνή.
23.  Παπαντωνίου Νικ. Σ.: Γενικές Αρχές του αστικού δικαίου, 3η έκδ., Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983.
24.  Ράμμος Γεώργιος: Εγχειρίδιον Αστικού δικονομικού Δικαίου, Τόμος α’, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1978.
25.  Ράμμος Γεώργιος: Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος α’, Τεύχ. α’, Εκδ. Νικ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσ/νίκη 1953.
26.  Ρόκας Νικόλαος Κ.: Εμπορικές Εταιρίες, δ’ έκδ., Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1996.
27.  Ρόκας Νικόλαος Κ.: Το δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, Τόμ. β’, Νομική Βιβλιοθήκη, 2001.
28.  Σταυρόπουλος Σταύρος Ι.: Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (κατ’ άρθρον), Αθήναι 1969.
29.  Τριανταφυλλάκης Γεώργιος: Πρακτική Εφαρμογή Εταιρικού Δικαίου, Τόμ. α’, Προσωπικές Εταιρίες – Κοινοπραξία - Κοινωνία, Νομική Βιβλιοθήκη 2000.
30.  Τσάτσος Δημήτρης Θ.: Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β’, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.
31.  Φίλιος Παύλος Χρ.: Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Δεύτερος Τόμος, Πρώτος Ημίτομος, β’ και γ’ έκδ., Έκδοση Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ:
1.      Αντωνόπουλος Βασίλης: Ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, ικανότητα να είναι διάδικοι, Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Σ.Θ. 3 (1982), σ. 187 επ.
2.      Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία: Γνωμοδότηση – Νομιμοποίηση για αίτηση ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου κατά το άρθρο 696 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 30 (1989), σ. 949 επ.
3.      Γρύλης Σταμάτης Δ.: Προβλήματα περί την δικονομικήν θέσιν των στερουμένων νομικής προσωπικότητος ενώσεων προσώπων ως και των κατ’ ιδίαν μελών αυτών,    Δ 3, σ. 108 επ.
4.      Γρύλης Σταμάτης Δ.: Παρατηρήσεις στην ΕιρΑθ 303/1971, Δ 2, σ. 736 επ.
5.      Δωρής Φίλιππος: Σημείωση στην ΑΠ 22/1998, ΝοΒ 47 (1999), σ. 229 επ.
6.      Καλαβρός Κων/νος Φ.: Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής – Με αφορμή την ΑΠ 36/87, ΕλλΔνη 28 (1987), σ. 1185 επ.
7.      Καλαβρός Κων/νος Φ.: Παρατηρήσεις εξ αφορμής της πλαγιαστικής αγωγής, Δ 8, σ. 474 επ.
8.      Λεβαντής Ελευθέριος: Τι είναι «η κοινοπραξία»; ΝοΒ 33 (1985), σ. 1092 επ.
9.      Λεβαντής Ελευθέριος: Και πάλι, τι είναι κοινοπραξία;, ΕλλΔνη 32 (1991), σ. 25 επ.
10.  Λιακόπουλος Αθαν.: Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της αφανούς εταιρίας, ΝοΒ 28, σ. 933 επ.
11.  Μητσόπουλος Γεώργιος: Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα. Δ 1, σ. 433 επ.
12.  Μητσόπουλος Γεώργιος: Και πάλιν περί της εννοίας της διατάξεως του άρθρου 62 εδ.2 ΚΠολΔ, Δ 23, σ. 3 επ.
13.  Μπέης Κων/νος: Σημείωση στην ΑΠΟλομ 22/1998, Δ 30, σ. 235.
14.  Μπέης Κων/νος: Σημείωση, Δ 29, σ. 572 επ..
15.  Μπεχρή Γεωργία Αν.: Κοινοπραξία για την κατασκευή δημόσιου έργου, ΕπισκΕΔ Β/1996, σ. 527 επ.
16.  Μπρίνιας Ιωάννης Σ.: Εκτέλεσις υπέρ ή κατά συμπλοιοκτησίας, ΕΝΔ 10 (1982), σ. 433 επ.
17.  Παμπούκης Κων/νος Γ.: Παρατηρήσεις στην ΑΠΟλομ 22/1998 [και πάλι για την κοινοπραξία προς κατασκευή (δημοσίου) έργου], ΕπισκΕΔ Γ/1998, σ. 683 επ.
18.  Παμπούκης Κων/νος Γ.: Ζητήματα της συμπλοιοκτησίας, Αρμ 1996, σ. 1425 επ.
19.  Παμπούκης Κων/νος Γ.: Η αφανής εταιρία και η περιουσία που υπηρετεί το σκοπό της, ΕπισκΕΔ Α/1995, σ. 3 επ.
20.  Ρήγος Γιώργος: Σημείωση στην ΕφΑθ 2106/1986, ΕλλΔνη 27 (1986), σ. 840 επ.
21.  Σινανιώτης Λάμπρος Δ.: Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου αποφάσεως εκδοθείσης κατά εμπορικής εταιρείας, ΕΕΝ 29 (1962), σ. 260 επ. 
22.  Σαπουνάκης Σ.: Επί του εδαφίου β’ του άρθρου 63 του Κώδ.Πολ.Δ., ΕΕΝ 36, σ.112.
23.  11ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων: Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και της διαπλαστικής ενέργειας, Δ 14, σ. 22 επ.


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ:
1.      Dieter Leopold, BGB I, Einführung und Allgemeiner Teil, Mohr Siebeck, 1999.
2.      Furtak Oliver, Die Parteifähigkeit in Ζivilverfahren mit Auslandsberührung, Universitätsverlag C. Winter, Heidelberg 1995.
3.      Henckel Wolfram, Prozeßrecht und Materielles Recht, Verlag Otto Schwartz & Co, Göttingen 1970.
4.      Köhler Helmut, BGB Allgemeiner Teil, 25. Aufl., Verlag C.H. Beck München 2001.
5.      Larenz/Wolf, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 8. Aufl., C.H.Beck’sche Verlagsbuchhandlung, München 1997.
6.      Märkle Rudi, Der Verein im Zivil- und Steuerrecht, 7. Aufl., Richard Boorberg Verlag Stuttgart, München, Hannover 1990.
7.      Medicus Dieter, Allgemeiner Teil des BGB, 7.Aufl., C.F. Müller Verlag, Heidelberg.
8.      Münchner Kommentar zum Bürgerlichen Gesetzbuch, Dr. Kurt Rebmann-Dr.Dr.Dr.h.c. Franz Jürgen Säcker, Dr. Roland Rixecker, Band 1, Allg.Teil §§ 1-240, 4. Aufl., Verlag C.H. Beck, München 2001, Band 5, Schuldrecht §§ 705-853, 3. Aufl., München 1997.
9.      Münchner Kommentar zur Zivilprozeßordnung, Dr.Dr.h.c. Gerhard Lüke – Peter Wax, Band 1, §§ 1-354, §§ 355-802, 2. Aufl., Verlag C.H. Beck, München 2000.
10.  Musielak Hans-Joachim, Zivilprozeßordnung Kommentar, 2.Aufl., Verlag Franz Vahlen, München 2000.
11.  Palandt, Bürgerliches Gesetzbuch, Band 7, 60. aufl., Verlag C.H. Beck, München 2001.
12.  Rosenberg Leo, Lehrbuch des deutschen Zivilprozeßrechts, 9.Aufl., C.H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, München und Berlin 1961.
13.  Rosenberg/Schwab/Gottwald, Zivilprozeßrecht, 15.Aufl., C.H. Beck’sche Verl., München 1993.
14.  Schilken Eberhard, Zivilprozeßrecht, 3. Aufl., Carl Heymanns Verlag KG, Köln, Berlin, Bonn, München.
15.  Schutz Thomas, Die Parteifähigkeit nicht rechtsfähiger Vereine im Zivilprozeß, 1. aufl., nomos Verlagsgesellschaft, Baden-Baden 1992.
16.  Soergel, Bürgerliches Gesetzbuch, Band 1, Allgemeiner Teil, §§ 1-240, Verlag W. Kohlhammer, Stuttgart, Berlin, Köln, Mainz 1987.
17.  Staundingers, J. von., Kommentar zum Bürgerlichen Gesetzbuch mit Einführungsgesetz und Nebengesetzen, 1. Buch, Allg.Teil §§ 21-103, Sellier-de Gruyter, Berlin 1995.
18.  Stein/Jonas, Kommentar zur Zivilprozeßordnung, 21. Aufl., §§ 1-90, J.C.B. Mohr (Paul Siebeck), Tübingen 1993.



[1] Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές, σ. 171.

[2] Αιτιολογική έκθεση Εισηγητού Γ. Μαριδάκη προς την Συντακτική Επιτροπή του Αστικού Κώδικα, 1936, σ. 94-98.
[3] Άρθρο 79 Σχεδίου Δικαίου των Προσώπων Συντακτικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα, βλ. και Πρακτικά της Συντακτικής Επιτροπής επί του Σχεδίου της, αρ. 18, σ. 136. 
[4] Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έρχεται σε αντίθεση με τις εταιρίες, αφού οι ενώσεις προσώπων του 107 ΑΚ διαφέρουν ως προς τις εταιρίες λόγω της έντονης «σωματειακής υφής» τους και συνεπώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι αδιάφορα για την ταυτότητα της ένωσης - Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές, σ. 171, Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, § 16, σ. 121.
[5] Κρητικός Αθ., Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών οργανώσεων, σ. 509.
[6] Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρ.107, αριθ. 2, σ. 516. Αντίθετα ως προς τη μονιμότητα και την οργάνωση Κρητικός Αθ. σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ, Άρθρο 107, αριθ. 1, σ. 167. 
[7] Αλεξανδρίδου Ε, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, σ 34, Ρόκας Ν, Εμπορικές εταιρίες, § 3Α,σ.11.
[8] Αποστολίδου Κ., Ενοχικόν δίκαιον, σ. 136-137.
[9] Φίλιος Π., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, § 109ΣΤ, σ. 6-8 και § 113Α, σ. 26, Καύκα Κ., Ενοχικόν Δίκαιον, σ. 36-37.
[10] Βαθρακοκοίλης Β., ο.π., αρ. 3., σ. 516, Αποστολίδου Κ., ο.π., Μαντζούφα Γ., Ενοχικόν Δίκαιον, σ. 411-412. Ομοίως για τις διαφορές ανάμεσα στην εταιρία αστικού δικαίου (GbR) και το σωματείο χωρίς νομική προσωπικότητα (nichtrechtsfähiger Verein) στο γερμανικό δίκαιο βλ. Rebmann/Säcker/ Rixecker, M.K. zum B.G.B, , Vor §705, αρ. 109, Μärkle R., Der Verein im Zivil- und Steuerrecht,  σ.93-94, Larenz/Wolf, Allg. Teil des B.R., § 11, αρ. 2, σ, 234, Heinrichs σε Palandt, BGB, § 54, αρ.1, σ. 43. Το ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στα σωματεία χωρίς νομική προσωπικότητα και τις προσωπικές εταιρίες, ιδίως εκείνες που έχουν σωματειακή οργάνωση, έχει ιδιαίτερη σημασία για το γερμανικό δίκαιο, για το λόγο ότι οι διατάξεις των άρθρων 54 BGB (ΑΚ), 50 §2 και 735 ZPO (ΚΠολΔ), 11 § 1 εδ. β’ και 19 InsO (Πτωχευτικός Νόμος) -παλαιότερα 213 KO και 108 VglO- ισχύουν μόνο για τα πρώτα ή περιέχουν διαφορετικές ρυθμίσεις για αυτά (βλ. Soergel, BGB, Allg. Teil, § 54, σ. 419, Rebmann/Säcker/Rixecker, M.K. zum BGB, § 54, αρ. 2, σ. 751.).
[11] Μαντζούφα Γ., ο.π., σ. 412. Κριτική κατά της ρύθμισης του άρθρου 54 εδ.1 γερμΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι επί των σωματείων χωρίς νομική προσωπικότητα βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις περί εταιρίας (άρθρα 705 επ.), ασκήθηκε για το λόγο ότι αυτές αντιτίθενται στη σωματειακή τους δομή και συνεπώς είναι όχι μόνο ακατάλληλες, αλλά και επιβαρυντικές, η δε εφαρμογή τους υπήρξε επιλογή του νομοθέτη για ιστορικούς λόγους που δεν υφίστανται πλέον και cessante ratione legis cessat res ipsa (διαφορετικά ως προς τα οικονομικού σκοπού σωματεία χωρίς νομική προσωπικότητα – nichtrechtsfähige wirtschaftliche Vereine- Reuter σε Rebmann/Säcker/Rixecker, M.K. zum BGB, § 54, σ. 752-754.) . Έτσι, οι διατάξεις περί εταιρίας που δεν ταιριάζουν στην φύση των σωματείων χωρίς νομική προσωπικότητα δεν εφαρμόζονται, παρόλο που δεν υπάρχει ρητή επιφύλαξη στο νόμο, είτε γιατί στο καταστατικό ορίστηκε ρητώς διαφορετικά (κάτι που επιτρέπει η ενδοτική φύση των περισσότερων από τις διατάξεις για την εταιρία), είτε γιατί θεωρείται ότι σιωπηρά αποκλείσθηκε μέσω του καταστατικού η εφαρμογή τους, και η κρατούσα άποψη καταλήγει υπέρ της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων περί σωματείων, εφόσον δεν προϋποθέτουν νομική προσωπικότητα (βλ. Dieter Medicus, Allg. Teil des BGB, § 67, αρ. 141, σ. 432, Κöhler H., § 21, αρ. 38, σ. 323, Leipold Dieter, § 23, αρ. 1078-1081, σ. 326-327, Μärkle R., ο.π., σ. 96, Larenz/Wolf, ο.π., αρ. 4-5, σ. 235, Palandt, ο.π., αρ. 4, σ. 43.)
[12] Παρατηρήσεις Γρύλλη Στ. στην Ειρ.Αθ. 303/1971, Δ2, σ. 739.
[13] Βλέπε Κάυκα Κ., σ. 49, όπου αναφέρεται ότι ως εταιρία πρέπει να χαρακτηριστεί και η ένωση προσώπων, όταν αυτή δεν αποτελεί νομίμως σωματείο, δηλαδή όταν δεν αναγνωρίστηκε καν από το Πρωτοδικείο ως σωματείο, με παραπομπή και στον Ζέπο Π., σ. 465, όπου όμως εκεί αναφέρεται μόνο ότι ισχύουν οι περί εταιρίας διατάξεις, όχι ότι πρόκειται περί εταιρίας.
[14] Αντωνόπουλος Β., Ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, Ικανότητα να είναι διάδικοι, Επιστ. Επετ. Δ.Σ.Θ. 3 (1982), σ. 188.
[15] Γρύλλης Στ, ο.π., σ. 739, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ.189 (βλ. και εκεί παραπομπές).
[16] ΕφΑθ 120/2002, ΔΕΕ 2002, σ. 505, ΕφΑΘ 749/2000, Δ/νη 2000, σ. 820, ΕφΑΘ 1899/1998, Δ/νη 1998, σ. 618, ΑΠ 604/1996, ΔΕΝ 54/98, σ. 825 ή ΕΕΝ 1997, σ.704 , ΑΠ 797/1990, ΝοΒ 39, σ. 1215, ΕφΑθ 9476/1992, σΔίκη 1993, σ. 602.
[17] Έτσι κρίθηκε ότι και οι κάτοχοι διαμερισμάτων πολυκατοικίας, για την οποία δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, ούτε υπάρχει κανονισμός για την διαχείρισή της, αποτελούν ένωση προσώπων που δεν έχει νομική προσωπικότητα, για το λόγο ότι επιδιώκει κάποιο σκοπό, και συγκεκριμένα τη διοίκηση της πολυκατοικίας, και έτσι νομιμοποιείται να ζητήσει δικαστική προστασία εκτός των άλλων και για το δικαίωμα της σύγχρησης που έχουν τα μέλη της από τη σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου και της πολυκατοικίας, παριστάμενη προς τούτο στο δικαστήριο με αυτόν που την αντιπροσωπεύει στις συναλλακτικές της σχέσεις με απόφαση των μελών της με συνέλευση, ΑΠ 1676/1998, Δ 1999, σ. 852.
[18] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 189.
[19] Ενδεικτικά, ΑΠ 853/2001, ΑΠ 693/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 941/2000, Δ/νη 2001, σ.151, ΑΠ 668/1999, Δ/νη 2000, σ.126, ΑΠ 740/1999, Δ/νη 2000, σ. 124 ή ΕΔικΠολυκ 2000, σ. 311 ή ΕΕΝ 2000, σ. 652, ΑΠ 1489/1999, Δ/νη 2000, σ.128, ΕφΑθ 4609/87, Δ 20, σ.21, ΕφΑθ 1270/1985, ΕΕΝ 1985, σ.188.
[20] ΕφΑθ 8764/78, ΝοΒ 28, σ. 83, Εφ Κερκ 2/85, ΝοΒ 33, σ. 670.
[21] ΑΠ 36/2000, ΑρχΝ 2000, σ. 637.
[22] ΑΠ 632/1977, ΝοΒ 1978, σ. 343.
[23] ΑΠ 670/1984, ΝοΒ 1985, σ. 453.
[24] ΕιρΘηρ 19/1995, ΑρχΝ 1996, σ.178.
[25] ΕφΚερκ 102/1985, Δ/νη 1985, σ. 917.
[26] ΕφΑΘ 3795/1985, Δ/νη 1985, σ. 537.
[27] Αν και μπορούν οι εταίροι στην πράξη να την ονοματίσουν, πχ αφανής εταιρία, με επωνυμία "Β.Γ. Εστία - Οικία - Σπίτι" (ΜΠρΘεσ 29594/1998), οπότε όμως κατά κυριολεξία δεν πρόκειται για εταιρική επωνυμία.
[28] Αλεξανδρίδου Ε., ο.π., § 31, σ. 125 επ, Λιακόπουλος Αθ., Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της αφανούς εταιρίας, ΝοΒ 28, σ. 936 επ. Διευρυμένος ορισμός που περικλείει και αφανείς εταιρίες με περισσότερους του ενός εμφανείς εταίρους, και εκείνες στις οποίες ο εμφανής εταίρος δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα δίνεται από τον Γ. Πάνου σε Ρόκα Ν., Το δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, § 19, σ. 764, όπου και σχετικές παραπομπές. 
[29] Λεβαντής Ελ., Δίκαιον των Εμπορικών Εταιριών, τόμ. α’, § 70, σ. 301, 302, Παμπούκης Κ., Η αφανής εταιρία και η περιουσία που υπηρετεί το σκοπό της, ΕπισκΕΔ Α/1995, σ. 6, 7.
[30] ΑΠ 823/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛευκ 101/2000, Αρμ 2001, σ. 220, Εφ Πατρ 478/1999, ΔΕΕ 1999, σ. 1017, ΜΠρΘεσ 128/1991, Αρμ 1991 σ.566. Για την διάσταση νομολογίας και επιστήμης στο θέμα της εταιρικής περιουσίας βλ. διεξοδικά Παμπούκη Κ., ο.π., σ. 15 επ.
[31] Έτσι, ΕφΝ 291/1978, ΝοΒ 27(1979), σ. 102. Οι ΕφΑθ 91/1979, ΝοΒ 1979, σ. 1126, ΕφΑθ 1009/1984, ΕπισκΕΔ 35, σ. 432 ή ΕλΔ 25, σ. 723, ΕφΑΘ 6313/1985, ΕλλΔνη 1985, σ. 1373 και ΕφΑθ 5450/1989, ΝοΒ 38, σ. 97, που δέχονται την ικανότητα διαδίκου της αφανούς εταιρίας, αναφέρονται σε κοινοπραξίες τις οποίες συλλήβδην χαρακτηρίζουν ως αφανείς εταιρίες, ενώ, όπως προκύπτει από το κείμενο των εν λόγω αποφάσεων, πρόκειται για κακή χρήση του όρου «αφανής εταιρία» (βλ. Ρόκα, Το δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, § 29, σ. 884). 
[32] Γρύλλης Στ., ο.π., σ. 739.
[33] Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 9, βλ και εκεί παραπομπές στην υποσημείωση 22, Λεβαντής Ελ., ο.π., σ. 304.
[34] Λεβαντής Ελ., ο.π., σ. 156, 302. Παρακάτω στην σ. 327 αναφέρεται ότι η διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την §1 β του άρθρου 951 επηρεάζει την αφανή εταιρία, τόσο ως προς τις σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους, όσο και ως προς τις σχέσεις των τρίτων έναντι των εταίρων, παραπέμποντας στη δυνατότητα κατάσχεσης του δανειστή του αφανούς εις χείρας του εμφανούς, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις για τον τρόπο που επηρεάζουν οι αναφερόμενες διατάξεις  την αφανή εταιρία.
[35] Γεωργακόπουλου Λ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1211/1994, ΔΕΕ 3 (1995), σ. 185.
[36] Λεβαντής Ελ, Και πάλι, τι είναι κοινοπραξία, ΕλλΔ/νη 32(1991), σ. 30, Λεβαντής Ελ., ΕλλΔ/νη 32 (1991), σ. 30, Αλεξανδρίδου Ε., ο.π., § 41, σ. 152, όπου αναφέρεται ότι στις αφανείς εταιρίες, μόνο ο εμφανής εταίρος έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 191, με την αιτιολογία ότι στις εσωτερικές εταιρίες δεν υπάρχει εταιρική δράση προς τα έξω και ο νόμος διευκολύνει τη δικαστική παράσταση μόνο όπου υπάρχει τέτοια δράση.
[37] Οι τρίτοι μπορούν να στραφούν κατά του αφανούς εταίρου μόνο με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά το άρθρο 904 ΑΚ ή με πλαγιαστική αγωγή κατά το 72 ΚΠολΔ (Λεβαντής Ελ., ο.π., σ. 317-318).
[38] Ευθέως του εμφανούς εταίρου, εμμέσως μόνο της εταιρίας.
[39] Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 136, 138, Λιακόπουλος Αθ., ο.π., σ. 936, 937.
[40] Παμπούκης Κ., ο.π., σ.13.
[41] Μητσόπουλος Γ., Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότηταν, Δ1 (1970), σ. 444.
[42] Αν υπάρξουν συναλλαγές με τρίτους, δίνοντας τους την εντύπωση ότι συναλλάσσονται με μέλη εξωτερικής εταιρίας, τότε αίρεται ο αφανής χαρακτήρας της εταιρίας, όσον αφορά τις συγκεκριμένες πράξεις, και σε περίπτωση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας από όλους τους εταίρους με χρήση κοινής επωνυμίας η οποία έχει διάρκεια, η εταιρία μετατρέπεται σε εξωτερική,  αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία- Γ. Πάνου σε Ρόκα Ν., ο.π., § 21, σ. 791.
[43] Βλ. και Απαλαγάκη Χ., Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, σ. 304, η οποία όμως αναφέρει ότι οι εσωτερικές συμφωνίες των συμβαλλομένων δεν εμπίπτουν στην έννοια της κοινωνίας σκοπού.
[44] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., Το δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, § 28, σ. 863, 867,868, ΕφΠειρ 1009/1985, Αρμ 41, σ. 883, ΕφΘεσ  3396/1987, Αρμ 43, σ. 36.
[45] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., o.π.
[46] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., ο.π., σ. 877, 878. Βλ. και εκεί παραπομπές.
[47] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., o.π., σ. 878, ΕφΑθ 7642/1986, ΕλΔ 28, σ. 1263.
[48] Με εξαίρεση την κοινοπραξία του Ν. 2169/1993 (κοινοπραξία αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων) και του ν.δ. 3874/1958 (κοινοπραξία Αγροτικής Τράπεζας με γεωργικές συνεταιριστικές ή παρεμφερείς οργανώσεις), οι οποίες αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με εμπορική ιδιότητα, καθώς και κάποιες άλλες περιπτώσεις (πχ ν.1217/1949, ν.δ.1312/1949) που δεν δημιουργούν προβλήματα, διότι αφορούν ειδικές περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το νόμο. 
[49] Παμπούκης Κ., ΕπισκΕΔ Β/1996, σ. 502, ΕφΑθ 6676/1998, ΕλΔ 40, σ. 1165, ΕφΘεσ 187/1991, Αρμ 46, σ. 923, ΑΠ 1365/1992, ΔΕΝ 49, σ. 87, ΑΠ 1180/1995, ΕλΔ 38, σ. 778, ΑΠ 1266/1996, ΕλΔ 38,σ. 1116 ή ΕΕμπΔ 1997, σ. 57.
[50] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., o.π., σ. 880.
[51] ΕφΑθ 6781/1987, ΕλΔ 29, σ. 351, ΜΠρΒολ 1134/1993, ΕΕμπΔ 1995, σ. 58 ή Αρμ 48, σ.1183.
[52] Για να αποφύγουν τις επιβαρύνσεις για χαρτόσημο και δικαιώματα ΤΣΝ και ΤΠ Δικηγόρων, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ, βλ. Λεβαντή Ελ., Τι είναι κοινοπραξία, ΝοΒ 33 (1985), σ. 1094.
[53] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., o.π., σ. 881, 882, Παμπούκης Κ., ΕπισκΕΔ Γ/1998, σ. 692, Μπεχρή Γ., Κοινοπραξία για την κατασκευή δημόσιου έργου, ΕπισκΕΔ Β/1996, σ.529 και εκεί παραπομπές, Λεβαντής Ελ., Δίκαιον των εμπορικών εταιριών, § 21, σ. 156-157 και ΝοΒ 33 (1985), σ. 1095, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 191, ΕφΑθ 7997/1996, ΕπισκΕΔ 1997, ΕφΠειρ 907/1988, ΠειρΝ 10, σ. 362, ΕφΑθ 2617/1987, ΕλΔ 29, σ. 332, ΕφΘεσ 3396/1987, Αρμ 43, σ. 36, σ. 925, ΠΠρΠειρ 364/1985, ΠειρΝ 7, σ. 399.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ: ΑΠ 936/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου γίνεται δεκτό ότι για την σύσταση νομικής προσωπικότητας απαραίτητο στοιχείο είναι η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που ορίζονται στο νόμο και ότι η δημόσια άσκηση εμπορικής δραστηριότητας δεν αναπληρώνει την τήρηση των ρητά από το νόμο απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας, συνεπώς η κοινοπραξία, ακόμη κι αν έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας «εν τοις πράγμασι» , δεν έχει νομική προσωπικότητα. Ομοίως ΑΠ Ολομ 22/1998, ΕπισκΕΔ Γ/1998, σ.683, ΕφΑθ 6676/1998, ΕλΔ 40, σ. 1165, ΕφΑθ 4426/1998, ΕλΔ 1998, σ. 915, ΑΠ 1266/1996, ΕλΔ 38, σ. 1116 ή ΕΕμπΔ 1997, σ. 57, ΑΠ 1180/1995, ΕλΔ 38, σ. 778, ΕφΠατρ 988/1989, ΑχΝομ 6, σ. 555. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για κοινοπραξίες για την κατασκευή έργου, για τις οποίες το ζήτημα αντιμετωπίζεται διαφορετικά, όπως αναλύεται παρακάτω στο κείμενο.
[54] Άρθρα 2§8, 17§3 εδ. γ’ και 35 §§4-6 και 8 π.δ. 609/1985, βλ. σχετικά και Μπεχρή Γ., ο.π., σ. 527 επ, ΑΠ Ολομ 22/1998, ο.π.
[55] Παμπούκης Κ., ΕπισκΕΔ Γ/1998, σ. 690, όπου και γενικότερη κριτική κατά της αρχής του κλειστού αριθμού των εταιριών του εμπορικού δικαίου, ως αρχής ιστορικά διαμορφωμένης, που δεν ανταποκρίνεται δίχως άλλο στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
[56] Βλ. παραπομπές σε Ρόκα Ν., o.π., σ. 884.
[57] Σωτηρόπουλος Γ. σε Ρόκα Ν., o.π., σ. 886-887.
[58] Αφού διερευνηθεί όλο το πραγματικό υλικό λειτουργίας της, δηλαδή τα απαραίτητα στοιχεία και ιδίως τα έγγραφα της συνεργασίας των μετεχόντων σε αυτήν, όπως εάν δημοσιεύτηκε στο Πρωτοδικείο το έγγραφο της κοινοπραξίας ή εάν προβλήθηκε προς τους τρίτους, εάν χρησιμοποιεί σφραγίδα, εάν συναλλάσσεται με όλα τα ονόματα των κοινοπρακτούντων, εάν εκδίδει τιμολόγια, εάν ένας ή περισσότεροι εμφανίζονται στους τρίτους από κοινού και άλλοι κοινοπρακτούντες παραμένουν αφανείς, κ.α. (Λεβαντής, Δίκαιον των Εμπορικών Εταιριών, § 21, σ. 150.)  
[59] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 193, ΕφΑθ 7642/1986, ΕΕμπΔ 39, σ. 260 ή ΕλΔ 28, σ. 1263, ΑΠ 1180/1995, ΔΕΝ 52, σ.22, ΕφΘεσ 27/1994, Αρμ 48, σ. 1392. Διαφορετικά τίθεται το ζήτημα, όταν υπάρχει ρητή πρόβλεψη του νόμου, όπως στην περίπτωση των ειδικών διατάξεων για την κοινοπραξία για την εκτέλεση δημόσιων έργων, όπου πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των ειδικών διατάξεων και όχι του άρθρου 62 ΚΠολΔ (βλ. παρατηρήσεις Δωρή Φ. στην ΑΠ Ολομ 22/1998, ΝοΒ 47 (1999), σ. 230).
[60] Κιάντου-Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, σ. 101 επ, Παμπούκης Κ., Ζητήματα της συμπλοιοκτησίας, Αρμ 1996, σ. 1425, 1426, ΑΠ 766/1988, ΕΕΝ 1989, σ. 387.
[61] ΕφΑθ 6777/1993, EEμπΔ 1995, σ. 405, Κιάντου-Παμπούκη Α., ο.π., σ. 103, όπου και παραπέρα παραπομπές και για την αντίθετη άποψη.
[62] ΑΠ 1157/1981, ΝοΒ 1982, σ. 790.
[63] Παμπούκης Κ., Ζητήματα της συμπλοιοκτησίας, Αρμ 1996, σ. 1427.
[64] Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Β’, § 8, σ. 115.
[65] Σημείωση Νικολόπουλου Π. σε ΜΠρΑθ 4656/1999, ΝοΒ 2001, σ. 861, ΠΠρΑθ 240/1990, ΝοΒ 1990, σ. 1465, όπου και παραπομπή στον Δρόσο, Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, εκδ. 1982, σ. 177.
[66] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 190 (βλ. και εκεί παραπομπές), ΜΠρΑθ 4656/1999, ο.π., ΠΠρΑθ 240/1990, ο.π., ΜΠρΑΘ 12625/1982, ΑρχΝ 33 (1982), σ. 591, ομοίως ΣτΕ (Ολομ) 4037/1979, Αρμ 1980, σ. 498 ή ΝοΒ 1980, σ. 1802 για την ικανότητα των πολιτικών κομμάτων να παρίστανται ως διάδικοι ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.
[67] Σβώλος Αλ., Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β’, σ. 69.
[68] Άρθρο 29 § 2 Σ.
[69] Άρθρο 1 ν.δ. 59/1974.   
[70] Άρθρο 4 § 3 ν. 1443/1984.
[71] ΜΠρΛαρ 131/1988, ΝοΒ 1989, σ. 608.
[72] ΣτΕ 2145/1979, Αρμ 1979, σ. 1057, βλ. Τσάτσο Δ, ο.π., σ. 118.
[73] ΣτΕ 944/1999, ΝοΒ 2000, σ. 158 ή ΤοΣ 1999, σ. 614, ΜΠρΑθ 4656/1999, ο.π., η οποία όμως αρνείται τη νομική προσωπικότητα του πολιτικού κόμματος.
[74] Μπέης Κ., Δ 29, σ. 577-578, με την ίδια θέση για τους ίδιους λόγους υπέρ της αυτοδίκαιης αναγνώρισης ικανότητας δικαίου  στις θρησκευτικές κοινότητες.
[75] ΠΠρΑθ 2823/1999, Δ.1999, σ. 871.
[76] ΠΠρΘεσ 11717/1994, Αρμ 1995, σ.200 ή ΔΕΝ 1997, σ.283, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ.190.
[77] ΕφΑθ 4670/1993, ΕλλΔνη 1994, σ.1624, ΜΠρΑθ 9911/1987, ΑρχΝ 39, σ.229, Ράμμος Γ., Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, § 46, σ. 99, Μητσόπουλος Γ., Δ1 (1970), σ. 433, Σταυρόπουλος Στ., Ερμηνεία του ΚΠολΔ κατ’ άρθρον, άρθρ. 63, 2δ και ε, σ. 135. Σχετικά έχουν διαμορφωθεί περισσότερες θεωρίες. Κατά την παλαιότερη από αυτές, τη θεωρία της ουσιαστικής έννοιας του διαδίκου, διάδικοι είναι τα πρόσωπα που φέρονται στο δικόγραφο της αγωγής ως υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, αναπτύχθηκε η θεωρία της λειτουργικής έννοιας του διαδίκου, σύμφωνα με την οποία διάδικος είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει εξουσία στην επίδικη έννομη σχέση, ειδικότερα ως προς τις περιουσιακές διαφορές, το πρόσωπο το οποίο δικαιούται να διοικήσει και να διαχειριστεί την επίδικη περιουσία. Κρατούσα ως ορθότερη είναι η τυπική-δικονομική άποψη για την έννοια του διαδίκου, όπως αυτή αναφέρεται στο κείμενο. Αναλυτικότερα βλ. Δεληκωστόπουλο – Σινανιώτη, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, § 38, σ. 88 και Ράμμο, ο.π., σ. 99 υποσ. 5.
[78] Έτσι και στο γερμανικό δίκαιο, όπου γίνεται δεκτή η τυπική έννοια του διαδίκου  και είναι αδιάφορο για τη θέση του διαδίκου στη διαδικασία της πολιτικής δίκης αν είναι φορέας του δικαιώματος ή όχι (Lindacher σε Lüke-Wax, M.K. zur ZPO, Vor § 50, αρ. 2-3, σ.368, Musielak, ZPO Kommentar, § 50, αρ. 2). 
[79] Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, § 50, σ. 93, Μητσόπουλος Γ., Δ1 (1970), σ. 433.
[80] Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης, ο.π., § 38, σ. 91
[81] Κεραμεύς, ο.π., σ. 94.
[82] Ράμμος Γ., Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, § 73, σ. 138,139, Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, Άρθρο 62, σ. 324-325, ΟλΑΠ 27/1987, ΕλλΔνη 1988, σ. 95, ΕφΠειρ 1206/1996, ΔΕΕ 1997, σ. 368. Η ρύθμιση του άρθρου 62 δεν περιορίζεται μόνο στις διαγνωστικές διαδικασίες, αλλά ισχύει σε κάθε μορφή διαδικασίας, όπως στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της εκούσιας δικαιοδοσίας και της αναγκαστικής εκτέλεσης (Μπέης Κ., ο.π., σ. 324, Δωρής Φ., ΝοΒ 47 (1999), σ.230).
[83] Ράμμος Γ., Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, § 115, σ. 237, Αντωνόπουλος Β., Επιστ. Επετ. Δ.Σ.Θ. 3 (1982), σ. 187. 
[84] Μπέης Κ., ο.π., άρθρο 62, σ. 317.
[85] Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης, ο.π., § 40, σ.94, Ράμμος Γ., Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, § 116, σ. 238.
[86] Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 63, σ. 129.
[87] ΕφΑθ 11773/1986, ΕλλΔνη 1987, σ. 1337, ΕφΑθ 9052/1983, ΑρχΝ 1984, σ. 293.
[88] ΕφΠατρ 468/1984, Δ 1984, σ. 716, ΕφΑθ 1009/1991, ΑρχΝ 1992, σ. 481, ΕφΑθ 8869/1995, ΕΕμπΔ 1996, σ. 751.
[89] Ράμμος Γ., ο.π., σ. 249, ΕφΑθ 4755/1990, ΕλλΔνη 1992, σ. 878, ΕφΑθ 9052/1983, ΑρχΝ 1984, σ. 293, ΕφΑθ 4369/1980, ΝοΒ 1980, σ. 1566.
[90] Η διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ είχε ως πρότυπο τη διάταξη του άρθρου 50 εδ. β’  της Γερμανικής Πολιτικής Δικονομίας (ZPO), την οποία όμως, μετά από εκτενή προβληματισμό των συντακτών του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπερακόντισε, καθώς εκεί προσδίδεται στα στερούμενα νομική προσωπικότητα σωματεία (και όχι και στις εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα) ικανότητα μόνο να ενάγονται, όχι όμως και να ενάγουν (βλ. Απαλαγάκη Χαρ., ο.π., σελ. 290). Δικαιούνται ωστόσο, λόγω της αρχής της ισότητας των όπλων, να ενεργήσουν όλες τις διαδικαστικές πράξεις που ανήκουν στον εναγόμενο, ακόμη κι όταν έχουν επιθετικό χαρακτήρα, όπως ανταγωγή, ένδικα μέσα, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης αναφορικά με τις απαιτήσεις της ανταγωγής και των δικαστικών εξόδων κλπ (Μusielak, ο.π., § 50, αρ. 27, Rosenberg, Lehrbuch des deutschen Zivilprozeßrechts, § 42 ΙΙ 2α, σ.178, Schilken, Zivilprozeßrecht, § 7, αρ. 264, σ. 158, Bork σε Stein/Jonas/Bork, Kommentar zur ZPO, ΙV 1α, αρ. 23, Furtak Ol., Die Parteifähigkeit in Zivilverfahren, σ. 33, Jung J., Zur Partei- und Grundbuchunfähigkeit nichtrechtsfähiger Vereine, ΝJW 1986, σ. 159). Υποστηρίζεται πάντως από σημαντική μερίδα της επιστήμης, ότι το άρθρο 50 εδ. β’  ZPO πρέπει να ερμηνευθεί με ευρύτητα και να συμπεριλάβει και την ενεργητική νομιμοποίηση των σωματείων χωρίς νομική προσωπικότητα (Lindacher σε Lüke-Wax, M.K. zur ZPO, § 50, αρ. 37, σ. 403, Heinrichs σε Palandt, BGB, § 54, αρ. 11, σ. 44, Hadding σε Soergel, BGB, Allg. Teil, § 54, αρ. 33, σ. 436-437, Schulz T., Die Parteifähigkeit nicht rechtsfähiger Vereine im Zivilprozeß, σ. 69-72, Von Staundigers J., Kommentar zum BGB, αρ. 20, σ. 280, Wapler W., Nichtrechtsfähige Vereine als Kläger im Zivilprozeß, NJW 1961, σ. 441, Habscheid W., σημείωση στην BGHΖ 42, 210, ZZP 1965, σ. 236-237). Τα πολιτικά κόμματα, πάντως, έχουν την ικανότητα να ενάγουν και να ενάγονται δυνάμει της διάταξης § 3 S.1 PartG, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα, ενώ νομολογιακά κρίθηκε ότι και τα εργατικά συνδικάτα που είναι οργανωμένα ως σωματεία χωρίς νομική προσωπικότητα έχουν την ικανότητα να ενάγουν, για το λόγο ότι κατέχουν μια ξεχωριστή θέση, καθώς είναι φορείς δημοσίων λειτουργιών και προστατεύονται από το Σύνταγμα (BGHZ 42, 210, MDR 1965, σ. 34= ZZP 1965, σ. 232).
[91] ΕφΑθ 1270/1985, ΕΕΝ 52, σ. 188
[92] Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 441, Γρύλλη Στ., Δ3, σ. 108, Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 308, ΕφΑθ 2106/1986, ΕλΔ27, σ.839, ΕφΑθ 1270/1985, ΕΕΝ 52, σ.188, ΕφΑθ 1724/1981, ΝοΒ 29, σ. 1112.
[93] Μαριδάκης Γ., Σχέδιον Αστ. Κώδικος (Δίκαιον των Προσώπων), σ. 95.
[94] Κεραμεύς, ο.π., § 50, σ. 94, Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 445, Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 309, Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, Άρθρο 62, σ. 323, Παμπούκης Κ., Αρμ.1996, σ. 1430. Μάλιστα για την ταυτότητα των λόγων γίνεται δεκτό ότι τα άρθρα 62 εδ. β’ και 64 §3 ΚΠολΔ βρίσκουν αναλογική εφαρμογή και στην ποινική δίκη και συνεπώς οι ενώσεις προσώπων έχουν ικανότητα παράστασης στα ποινικά δικαστήρια ως πολιτική αγωγή για την υλική ή ηθική ζημία των μελών τους, η δε δήλωση γίνεται δια των εκπροσώπων τους (ΕφΑθ 968/1985, Δ 1985, σ. 715, με σύμφωνη γνώμη Σταματόπουλου Στ. στις παρατηρήσεις στην εν λόγω απόφαση).
[95] Μητσόπουλος Γ, ο.π., σ. 442, Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 1431 και εκεί παραπομπές σε νομολογία.
[96] Μητσόπουλος Γ., ο.π., σ. 422, ΕφΑθ 1270/1985, ΕΕΝ 52, σ. 188.
[97] Μητσόπουλος Γ., ο.π., σ. 443, Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης, ο.π., § 39, σ. 92, ΕφΑθ 734/1980, ΝοΒ 28, σ. 835, ΕφΛαρ 418/1993, Αρμ 1994, σ.199. Ωστόσο, όταν πρόκειται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μπορούν να εξαιρεθούν από τον αντίδικο της ένωσης, με βάσει το άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολΔ, εφόσον έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης (Κρητικός Αθ., ο.π., σ. 515). Ομοίως στο γερμανικό δίκαιο, βλ. Rosenberg, o.π., § 42 ΙΙ b, σ.178, Rosenberg/Schwab/Gottwald, Zivilprozeßrecht, § 43, 3c, σ. 219. Αντίθετα ως προς το δικαίωμα άσκησης πρόσθετης παρέμβασης των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας υπέρ της ένωσης των συνιδιοκτητών που εκπροσωπείται από τον διαχειριστή η ΕφΑθ 8577/1993, ΕΔικΠολυκ 1995, σ. 27, με την αιτιολογία ότι βασική προϋπόθεση της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης είναι η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ως τρίτου έναντι των αρχικών διαδίκων, κάτι που δεν ισχύει για τους συνιδιοκτήτες πολυκατοικίας, οι οποίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τρίτοι έναντι της ενότητας των συνιδιοκτητών (χωρίς να διευκρινίζεται το γιατί), και συνεπώς η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης από αυτούς πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
[98] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 188, ΕφΑθ 1602/1999, ΕΔικΠολυκ 2000, σ. 36, ΕφΑθ 5702/1989, ΕλλΔνη 33, σ. 389, ΑΠ 961/1983, ΕλΔ 25, σ. 119, ΑΠ 710/1986, ΝοΒ 35, σ. 731 ή ΕΕμπΔ 1988, σ. 56, ΑΠ 845/1974 παρέμβασης των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας υπέρ της ένωσης των, ΝοΒ 21, σ. 562.
[99] Μητσόπουλος Γ., ο.π., σ. 422.
[100] Μπέης Κ., ο.π., σ. 323, Ρήγος Γ., Σημείωση στην ΕφΑθ 2106/1986, ΕλλΔνη 27 (1986), σ. 840, ΕφΑθ 3849/1989, ΕΕμπΔ 1992, σ. 577, ΕφΑθ 4809/1988, Δ 21, σ. 52.   
[101] Μπέης Κ., ο.π., § 10, σ. 81 επ.
[102] Γρύλλης Στ., Δ 3, σ. 109.
[103] Παμπούκης Κ., Αρμ 1996, σ. 1430, έτσι και Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 198.
[104] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 9.
[105] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 9.
[106] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 198.
[107] Δωρής Φ., Σχόλιο στην ΑΠ Ολομ 22/1998, ΝοΒ 47 (1999), σ. 228 επ.
[108] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 281-282.
[109] Σημείωση Κ. Μπέη στην ΑΠ Ολομ. 22/1998, Δ 30, σ. 235. Έτσι και η ΑΠ 936/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, με την οποία κρίθηκε, ότι το Εφετείο ορθά απέρριψε την αγωγή κοινοπραξίας που αναδέχθηκε την εκτέλεση δημόσιου τεχνικού έργου ως απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης και ότι την αγωγή αυτή νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσουν μόνο τα μέλη της κοινοπραξίας που ήταν τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης. 
[110] Μπέης Κ., Δ 30, σ. 235, σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει για υπερνομοθετικούς λόγους να αρχίσουμε να εξοικειωνόμαστε με τη σκέψη ότι και οι ενώσεις προσώπων που στερούνται νομικής προσωπικότητας, από τη στιγμή που το θετικό δίκαιο τους αναγνωρίζει ορισμένα θεμελιακά δικαιώματα, έχουν πλήρη ικανότητα δικαίου και διαδίκου.
[111] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 199. 
[112] Καλαβρός Κ., Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, ΕλλΔνη 28 (1987), σ. 1194.
[113] Τα δικαιώματα δηλαδή που συνδέονται τόσο στενά και αποκλειστικά με ορισμένο πρόσωπο, ώστε κατά κανόνα δεν μπορούν να μεταβιβασθούν, ούτε να κληρονομηθούν (βλ. Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές, § 20 IV, σ. 140, Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές, § 41, σ. 196.). 
[114] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 7-8. Ο Μητσόπουλος μάλιστα θεωρεί ότι και η νομολογία απέκρουσε την εκδοχή που δέχεται περίπτωση μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, και συγκεκριμένα με την απόφαση ΕφΑθ 1270/1985, ΕΕΝ 52 (1985), σ. 188-189, σύμφωνα με την οποία υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης είναι η ένωση καθ’ εαυτήν και όχι τα αποτελούντα αυτήν μέλη, έχουσα ούτως δικονομική αυτοτέλεια, όλες δε οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται έγκυρα μόνο από τον εκπροσωπούντα τις ενώσεις αυτές στο δικαστήριο, ο οποίος ενεργεί όχι ιδίω ονόματι ή έστω ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της ένωσης. Ωστόσο, σ’ αυτή την απόφαση δεν ερευνάται το ζήτημα της νομιμοποίησης της ένωσης, αλλά το ζήτημα της ικανότητας παράστασής της στο δικαστήριο και της θέσης του εκπροσώπου της στη δίκη.     
[115] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 310-311.
[116] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 7.
[117] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 312-313.
[118] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 306-308. 
[119] Η επιχειρηματολογία της αντίθετης άποψης, όπως αναφέρεται και παραπάνω στο κείμενο, στηρίζεται στο άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ. Ενδεικτικά: «Στο δικονομικό όμως δίκαιο, ακριβώς λόγω της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, η ένωση δικαιούται ως ενάγων να προβάλει και ως εναγόμενος να ανεχθεί ότι ορισμένη διαφορά προήλθε από την κοινή συναλλακτική δράση των μελών της».«Το άρθρο 62 εδ. β’ ΚΠολΔ παραβλέπει σε δικονομικό επίπεδο την έλλειψη της νομικής προσωπικότητας και καθιστά διαδικαστικά εφικτό αυτό που δεν μπορούν να ενεργήσουν εξωδίκως οι ενώσεις προσώπων, δηλαδή να εμφανιστούν ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και να νομιμοποιηθούν στη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης».
[120] Για την φύση του δικαιώματος στο όνομα βλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, § 58 αρ. 4, σ. 292 και § 57 αρ. 4, σ. 268.
[121] Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Άρθρο 216 αριθ.6, σ. 461, Κεραμεύς Κ., Αστ.Δικ.Δικ., § 55, σ. 113.
[122] Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Άρθρο 68 αριθ. 4, σ. 144 με παραπομπή σε Ματθία, ΕλλΔνη 1997, σ. 2 και Νίκα, Αρμ 1996, σ. 1176 Ι).
[123] Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Άρθρο 68 αριθ. 1, σ. 141.
[124] Κονδύλης Δ., Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής δικονομίας, § 26, σ. 298.
[125] Κονδύλης Δ., ο.π.
[126] Απαλαγάκη Χ., ο.π., Κεφ. 5, § 7α, σ. 316.
[127] Μπέης Κ., Πολ.Δικ., Άρθρο 62, σ. 323, Βαθρακοκοίλης Β., ΚΠολΔ, Άρθρο 329, αρ. 6, σ. 531. Την άποψη αυτή φαίνεται να ενστερνίζεται και η ΕφΠειρ 213/1988, ΝΠΔ 1988, σ. 85, που αφορά ένωση ιδιοκτητών διαμερισμάτων πολυκατοικίας, αναφέροντας ότι το μεταξύ διαχειριστού πολυκατοικίας και τρίτων δεδικασμένο δεσμεύει και τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, εφόσον υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και της έννομης σχέσης της δίκης είναι τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα.  Ωστόσο η απόφαση ασχολείται μόνο με το θέμα της δέσμευσης των μελών της ένωσης, αναφέροντας τις απόψεις που έχουν υποστηριχθεί σχετικά και που καταλήγουν με διαφορετική αιτιολογία η καθεμία σε καταφατική απάντηση, ενώ με τη χρησιμοποίηση του συμπλεκτικού συνδέσμου και δεν καθίσταται σαφής η θέση της απόφασης ως προς τη δέσμευση της ένωσης προσώπων.
[128] Κονδύλης Δ., ο.π., § 26, σ. 300-301.
[129] Κονδύλης Δ., ο.π., § 26, υποσ. 15, σ. 301.
[130] Μπέης Κ., Παρέμβαση στο 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, Δ 14, σ. 398. 
[131] Κονδύλης Δ., ο.π., σ. 301.
[132] Το ζήτημα της επέκτασης του δεδικασμένου στα κατ’ ιδίαν μέλη αντιμετωπίζεται αρνητικά στο γερμανικό δίκαιο, για το λόγο ότι εκεί δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 329 ΚΠολΔ. έτσι, το δεδικασμένο της απόφασης κατά σωματείου χωρίς νομική προσωπικότητα περιορίζεται στο σωματείο (Rosenberg/Schwab/Gottwald, o.π., § 43, 3c, σ. 219, Von Staundingers J., ο.π., αρ. 11)
[133] Κονδύλης Δ., ο.π., σ. 296.
[134] Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 444 επ, Κονδύλης Δ., ο.π., σ. 348.
[135] Μητσόπουλος Γ., ο.π.
[136] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 8.
[137] Καλαβρός Κ., ΕλλΔ 28 (1987), σ. 1193.
[138] Γρύλλης Στ., Δ3, σ. 109.
[139] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 319-320.  
[140] Δεληγιάννης Ι., Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου, § 12, σ. 24.
[141] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 319.
[142] Βλ. παραπάνω στο κείμενο Κεφ. Γ3.
[143] Σχέδιο Πολιτικής δικονομίας ΙΙΙ (1953), σ. 200-201.
[144] Σινανιώτης Λ., ΕΕΝ 29 (1962), σ. 261.
[145] Καλαβρός Κ., ΕλλΔνη 28 (1987), σ. 1191.
[146] Σινανιώτης Λ., Ερμ ΚΠολΔ, άρθρο 329, σ. 145.
[147] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 320-321.
[148] Φίλιος Π., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, § 112Β, σ. 26, βλ. και εκεί παραπομπές.
[149] Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, § 107 αρ. 9, σ. 517, Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, § 16, σ. 123, Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 441, Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές, σ. 172. Απεριόριστη ευθύνη των μελών δέχεται η Απαλαγάκη, ο.π., σ. 321 και υποσ. 113, δεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 759 ΑΚ σε κάθε ένωση προσώπων, χάριν στη γενική παραπομπή του άρθρου 107 στις περί αστικής εταιρίας διατάξεις.
[150] Μητσόπουλος Γ., ο.π., σ. 441.
[151] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 321.
[152] Καλαβρός Κ., ΕλλΔνη 28 (1987), σ. 1192.
[153] Καλαβρός Κ., ο.π., σ. 1193.
[154] Υπέρ της αναλογικής εφαρμογής του 329 ΚΠολΔ στην περίπτωση των ενώσεων προσώπων τάσσεται και ο Κονδύλης, (ο.π., § 29, σ. 348), ο ίδιος όμως θεωρεί ότι το άρθρο 329 ΚΠολΔ δικαιολογείται από την αρχή ότι, σε περίπτωση παράλληλης νομιμοποίησης, όταν ένας από τους νομιμοποιούμενους έχει αποκλειστική εξουσία διάθεσης, τότε συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι για την επέκταση του δεδικασμένου (§ 28, σ. 335), κάτι που δεν ισχύει για τις ενώσεις προσώπων, καθώς ελλείψει νομικής προσωπικότητας δεν μπορούν να έχουν εξουσία διάθεσης.
[155] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 200.
[156] Καλαβρός Κ., Δ 8, σ. 486.
[157] Καλαβρός Κ., ΕλλΔνη 28 (1987), σ. 1194.
[158] Καλαβρός Κ., Δ 8, σ. 488.
[159] Κονδύλης Δ., ο.π., § 28, σ. 332, Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 318 και Κεφ. α’, αριθ.2, σημ. 18, Νίκας Ν., Δ 14, σ. 389 και εκεί παραπομπές σε υποσ. 9.
[160] Νίκας Ν., Δ 14, σ. 390.
[161] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 8.
[162] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 200.
[163] Αντωνόπουλος, ο.π.
[164] Μπρίνιας Ι., Αναγκ. Εκτέλ., Άρθρο 919, § 86-88, σ. 235-237, Μητσόπουλος Γ., Δ 1, σ. 446, Γέσιου-Φαλτσή Π., Αναγκ. Εκτελ., § 27 Ι, σ. 180.
[165] Γίνεται δεκτό ότι η ρύθμιση του άρθρου 62 δεν περιορίζεται μόνο στη διαγνωστική διαδικασία, αλλά ισχύει σε κάθε μορφή διαδικασίας, και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (Μπέης Κ., ο.π., σ. 324, Δωρής Φ., ΝοΒ 47 (1999), σ.230, Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 445, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 200, Παμπούκης Κ., Αρμ 1996, σ. 1431, υποσ. 41).
[166] Σαπουνάκη Σ., Ε.Ε.Ν. 36 (1969), σ. 112.
[167] Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 1431, δες και παραπομπές σε υποσ. 42.
[168] Προφανώς εννοείται εδάφιο και όχι παράγραφος 2, ενώ η παράλειψη της εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα στο κείμενο της διάταξης, η οποία μνημονεύει μόνο τις ενώσεις προσώπων, καλύπτεται με αναλογία (βλ. Μπρίνια Ι., ο.π., Άρθρο 919, § 89, σ. 239, υποσ. 10) ή αλλιώς με διασταλτική ερμηνεία του όρου «ένωσης προσώπων». 
[169] Η ελληνική ρύθμιση βρίσκεται πολύ κοντά στη ρύθμιση του γερμανικού δικαίου. Το άρθρο 735 ZPO ορίζει ότι για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος περιουσίας του σωματείου χωρίς νομική προσωπικότητα, αρκεί η ύπαρξη απόφασης σε βάρος του σωματείου, ρύθμιση η οποία συμπληρώνει τη λειτουργία του άρθρου 50 ΙΙ ZPO, αποτρέπει την διαφορετικά προνομιακή θέση των σωματείων χωρίς νομική προσωπικότητα έναντι εκείνων με νομική προσωπικότητα και διαφοροποιεί τα σωματεία αυτά από την αστική εταιρία  (Heßler σε Lüke-Wax, ο.π., § 735 Ι1, αρ.1, σ. 1731, Henckel W., Prozessrecht und Materielles Recht, σ. 67). Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε αρμονία με το άρθρο 50 ΙΙ ZPO, αφού και στην διαγνωστική δίκη και στην αναγκαστική εκτέλεση, τα σωματεία χωρίς νομική προσωπικότητα αντιμετωπίζονται μόνο ως παθητικά υποκείμενα της διαδικασίας. Ως προς την αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα, από τη στιγμή που το γερμανικό δίκαιο δεν της προσδίδει παθητική ικανότητα διαδίκου, είναι ευνόητο ότι για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης προϋποθέτει την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου σε βάρος όλων των εταίρων, όπως ορίζεται στο άρθρο 736 ZPO. (Απαλαγάκη Χαρ., ο.π., σ. 295-296). Γίνεται, τέλος, δεκτό ότι η εκτέλεση σε βάρος της κοινής, βάσει του αρθρου 718 BGB, περιουσίας είναι επιτρεπτή και δυνάμει απόφασης ή αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά του συνόλου των μελών (Rosenberg/ Schwab/Gottwald, o.π., § 43, 3a, σ. 218, Von Staundingers J., ο.π., αρ. 23, Heßler σε Lüke-Wax, ο.π., § 735 III6, αρ.17, σ. 1733). 
[170] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 201, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., σ.181.
[171] Μητσόπουλος Γ., Δ 23 (1992), σ. 5, αλλά και διευκρίνιση του εισηγητή Γ. Μαριδάκη στο σχέδιο ΑΚ σελ. 97, ότι η κοινή περιουσία δεν νοείται υπό την εκδοχή ότι προσωποποιείται η περιουσία αυτή.
[172] ΕφΑθ 1724/1981, ΝοΒ 29, σ. 1113.
[173] Αντίθετη η Απαλαγάκη, ο.π., σ. 324, η οποία αποκλείει τη δυνατότητα να επισπεύσουν τα μέλη αναγκαστική εκτέλεση με βάση την απόφαση η οποία εκδόθηκε με διάδικο την ένωση ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους, για το λόγο ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα προκαλούσε συναλλακτική ανασφάλεια. Για τον ίδιο λόγο θεωρεί ότι πρέπει να αποκλειστεί και η ατομική παθητική νομιμοποίηση των μελών στην αναγκαστική εκτέλεση. 
[174] Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 1432, Αντωνόπουλος Β., σ. 201. Από τη στιγμή που κατά το γερμανικό δίκαιο δεν υπάρχει επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου απόφασης που εκδόθηκε κατά σωματείου χωρίς νομική προσωπικότητα στα μέλη του, δεν παρέχεται δυνατότητα εκτέλεσης στην ατομική περιουσία των μελών, ούτε και όταν αυτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνονται προσωπικά για την αναγνωρισμένη απαίτηση (Heßler σε Lüke-Wax, ο.π., § 735 ΙII 2a, αρ.9, σ. 1732).
[175] Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 448, υποσ. 25, ΕφΑθ 1724/1981, ΝοΒ 29, σ. 1112, ΕφΠειρ 213/1988, ΝΠΔ 1988, σ. 86.
[176] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 323.
[177] Δεληκωστόπουλο-Σινανιώτη, ο.π., σ. 161, ΕιρΑθ 927/1971, ΕλλΔ 1971, σ. 540.
[178] ΕφΠειρ 213/1988, ΝΠΔ 1988, σ. 86.
[179] Μπρίνιας Ι., ο.π., Άρθρο 1011, § 625η, σ. 1959, με παραπομπή και σε αντίθετη άποψη ως προς τη δυνατότητα εκτέλεσης του εκτελεστού τίτλου κατά της συμπλοιοκτησίας επί άλλων περιουσιακών στοιχείων των συμπλοιοκτητών, εκτός των μεριδίων τους. Αντίθετα, η ΕφΑθ 5595/2000, ΕλλΔνη 41 (2000), σ.1687, η οποία επικαλούμενη τα άρθρα 62 εδ. β’, 76 §§ 1,3 και 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 329 και 951 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ καταλήγει ότι η κοινή εναγωγή ένωσης και μελών τους καθιστά αναγκαίους ομόδικους, καθώς η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομόδικους. ‘Ετσι, η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο και για την ένωση προσώπων και για τα μέλη της, που μαζί της ενήχθησαν ή ενήγαγαν, και η εκτέλεση της μπορεί να γίνει μόνο κατά της κοινής περιουσίας τους και όχι των μελών της ένωσης προσώπων, δοθέντος ότι το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα αποτελούν θεσμούς του δικονομικού δικαίου. Ωστόσο, έτσι διατυπωμένη η απόφαση, φαίνεται να δέχεται ότι η εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο κατά της κοινής περιουσίας, ακόμη κι όταν τα μέλη συνενήχθησαν με την ένωση και επομένως νομιμοποιούνται παθητικά ως διάδικοι. Εξάλλου, δεν αιτιολογείται επαρκώς γιατί, ενώ η απόφαση δέχεται ότι το δεδικασμένο εκτείνεται και έναντι των μελών της ένωσης, αποκλείει την εκτέλεση κατά της ατομικής τους περιουσίας. Η απλή αναφορά στο ότι πρόκειται για θεσμό του δικονομικού δικαίου, δεν δικαιολογεί την απολυτότητα του αποκλεισμού δυνατότητας εκτέλεσης κατά της περιουσίας των μελών, χωρίς να γίνεται διάκριση με βάση τις ρυθμίσεις του ουσιαστικού δικαίου.
[180] Απαλαγάκη Χ., ο.π., σ. 323 και αναλυτικά Κεφ 3, αριθ. 4β, σημ. 184 επ.
[181] Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., § 28, αριθ. 10, σ. 207-208.
[182] Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 920, σ. 1748, ΕφΑθ 3897/1995, ΝοΒ 1996, σ. 995.
[183] Μπρίνιας Ι., ο.π., Άρθρο 920, αριθ. 98, σ. 266.
[184] Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., σ. 206.
[185] Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., σ. 182.
[186] Μια ενδιάμεση άποψη υποστηρίζει ότι η εκτέλεση μπορεί να γίνει στην ατομική περιουσία των μελών μόνο σε περίπτωση που απευθύνθηκε στα μέλη προσεπίκληση ή ανακοίνωση της δίκης ή άσκησαν τα μέλη αυτά παρέμβαση στη δίκη στην οποία διάδικος ήταν η ένωση,  για το λόγο ότι διαφορετική λύση δεν θα ήταν σύμφωνη με τη δικονομική αρχή ότι οι ιδιότητες του φορέα της επίδικης έννομης σχέσης και του διαδίκου συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο (Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 201-202).
[187] Μητσόπουλος Γ., Δ1, σ. 451, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., σ. 181.
[188] Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 1432. Για τους παραπάνω λόγους θεωρείται πως η παθητική νομιμοποίηση των μελών στην αναγκαστική εκτέλεση δεν έχει μεγάλη πρακτική αξία (Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 201), ωστόσο, αν και το ζήτημα ανακύπτει μόνο όταν πρόκειται για ενώσεις προσώπων που τα μέλη τους ευθύνονται και προσωπικά κατά το ουσιαστικό δίκαιο για τις υποχρεώσεις της ένωσης, και ως το βαθμό που υπάρχει αυτή η ευθύνη, το όλο θέμα έχει πρακτική αξία και όταν πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν μπορεί να διαταχθεί προσωπική κράτηση κατά μέλους της ένωσης, το οποίο συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις προϋποθέσεις του νόμου, για το ποσοστό της οφειλής ως το οποίο αυτό ευθύνεται (Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π., σ. 182).
[189] Μητσόπουλος Γ., Δ 1, σ. 446, Μπρίνιας Ι., Αναγκ. Εκτ., άρθρο 1047, § 762β VII, σ. 2467, ΕιρΠολύκαστρ 1/1989, ΕΕμπΔ 1990, σ. 242 ή ΝοΒ 1989, σ. 1079.
[190] ΕφΑθ 1724/1981, ΝοΒ 29, σ. 1113, Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 203.
[191] ΕφΠατρ 988/1989, ΑχΝομ 1990, σ. 555, ΕφΑθ 1724/1981, ο.π., Παμπούκης Κ., ο.π., σ. 1433.
[192] Αντωνόπουλος Β., ο.π., σ. 203.
[193] Μπρίνιας Ι., ο.π., άρθρο 1047, § 762 Ι, σ. 2456.
[194] Παμπούκης Κ., Αρμ 1996, σ. 1433.
[195] Γρύλλης Στ, Δ3 , σ. 110.