Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΧΟΝΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

 Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΧΟΝΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
(Άρθρο 8  Ν. 2251/94)
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ 12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000 
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ 
ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των δικηγόρων σε αυτή τη χώρα είναι ικανοί επαγγελματίες. Είναι ευσυνείδητοι συνήγοροι των συμφερόντων των πελατών τους, έντιμοι στην αντιπροσώπευσή τους στα δικαστήρια και απέναντι στον συνήγορο του αντιδίκου τους, κόσμιοι προς τους νομικούς συναδέλφους τους και γενναιόδωρα συνεισφέρουν τον χρόνο και τις ειδικές γνώσεις τους στην κοινωνία. Εν συντομία, συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις υψηλότατες επιταγές του νομικού επαγγέλματος. Ωστόσο, η αντιεπαγγελματική και ανήθικη συμπεριφορά ενός μικρού, αλλά ιδιαίτερα αισθητού ποσοστού των δικηγόρων, σπιλώνει την εικόνα ολόκληρης της νομικής κοινότητας και τροφοδοτεί την αντίληψη ότι ο νομικός επαγγελματισμός έχει εξασθενήσει ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες. Οι συνέπειες της συμπεριφοράς αυτής στο σύστημα της δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθότι συνεισφέρει στην μειωμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στους νομικούς και δικαιικούς θεσμούς, καθώς και στην υψηλή πίεση και μειωμένη επαγγελματική ικανοποίηση από τους δικηγόρους εκείνους που προσπαθούν να ασκούν την δικηγορία με επαγγελματισμό[1].
Η νομική κοινότητα δεν νοσεί όμως μόνο από την ανηθικότητα και τον αντιεπαγγελματισμό ορισμένων μελών της. Πλήττεται και από την αμέλεια και προχειρότητα δικηγόρων που καλούνται απροετοίμαστοι και άπειροι να αντιμετωπίσουν νομικά προβλήματα, τα οποία κάτω από το βάρος της απέραντης νομικής ύλης και της πολυπλοκότητας των υποθέσεων που χρήζουν πλέον εξειδικευμένης αντιμετώπισης, δεν δύνανται να χειριστούν με τον μέγιστο βαθμό επιμέλειας που απαιτείται. Όπως ο παθολόγος δεν νοείται να επιχειρεί εγχείριση ανοιχτής καρδίας, έτσι και ο δικηγόρος μπορεί να κατέχει μόνο τους τομείς του δικαίου στους οποίους εντρύφησε κατά κόρον στην πορεία της εξάσκησης του επαγγέλματός του, η οποία γίνεται ολοένα και πιο εξειδικευμένη κάθε χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες περιπτώσεις κακοδικίας (malpractice) στις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούν δικηγόρους που έκαναν λάθη, καθώς «δοκιμάζονταν» σε υποθέσεις έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια των υποθέσεων που χειριζόντουσαν έως τότε[2].
Όταν ο πολίτης αντιμετωπίζει τον δικηγόρο όχι ως προστάτη, συμβουλάτορα και αρωγό του, που χάρη στις ειδικές γνώσεις του θα φέρει το βάρος των προβλημάτων του, προσπαθώντας να του βρει την προσφορότερη λύση, αλλά με δυσπιστία και επιφυλακτικότηταως ένα ριψοκίνδυνο δαπανηρό εγχείρημα, μερικές φορές μένοντας με την πικρή γεύση μιας παράβλεψης που του στοίχισε  την υπόθεση χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, τότε είναι ώρα να σκεφτούμε πώς θα προστατεύσουμε τον πελάτη από τον δικηγόρο του, και κατ’ επέκταση πως θα διατηρήσουμε άσπιλη την εικόνα του δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού, που οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης και εμπεδώνει την έννομη τάξη.
          Η μελέτη αυτή έχει ως αντικείμενό της την εξέταση του κατά πόσο εμπίπτει ο δικηγόρος στις ρυθμίσεις του νόμου 2251/94 για την προστασία του καταναλωτή, και σε κάθε περίπτωση σε τι βαθμό ευθύνεται αστικά για τα λάθη και τις παραλείψεις του.




2. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ


Α. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
          Μετά από πρόταση[3] της Επιτροπής στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την έκδοση οδηγίας για τη ρύθμιση της ευθύνης παρέχοντος υπηρεσίες, χωρίς ωστόσο οι προπαρασκευαστικές αυτές εργασίες να οδηγήσουν στην έκδοση της κοινοτικής οδηγίας και την συνεπακόλουθη δέσμευση των κρατών – μελών για ενσωμάτωση στο εσωτερικό δίκαιο[4], ο έλληνας νομοθέτης εναρμονίσθηκε προς το πνεύμα της πρότασης και περιέλαβε στον νόμο 2251/94 το άρθρο 8 για την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες.
          Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών”, ενώ στην τρίτη και τέταρτη παράγραφο κατανέμεται το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών ως εξής: §3 Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας§4 Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα : α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της,
β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας,
γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας,
δ) η ελευθέρια δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας,
ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και
στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.
          Προϋποθέσεις της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες είναι λοιπόν η παροχή υπηρεσιών, η υπαιτιότητα, η ζημία και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας[5]. Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες ρυθμίζεται ως νόθος αντικειμενική ευθύνη, και η ρύθμιση αυτή θεωρήθηκε από το νομοθέτη ότι αποτελεί ένα σημαντικό και συνετό βήμα, καθώς δεν ανατρέπει τις αρχές του Α.Κ. και ταυτόχρονα εμπλουτίζει το θεσμικό οπλοστάσιο του καταναλωτή[6].
          ΒΣΚΟΠΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Σκοπός λοιπόν του νομοθέτη ήταν να ενισχύσει την προστασία του καταναλωτή, ως καταναλωτή νοουμένου κάθε προσώπου για το οποίο προορίζονται ή το οποίο κάνει χρήση υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους[7].
          Σύμφωνα με το προοίμιο της πρότασης της κοινοτικής οδηγίας περί ευθύνης του φορέα παροχής υπηρεσιών, η αρχή της αναστροφής του βάρους της απόδειξης της υπαιτιότητας του φορέα πλημμελούς παροχής υπηρεσιών είναι η πλέον κατάλληλη, λαμβανομένων υπόψη του προσφερόμενου από τα εθνικά δίκαια των κρατών-μελών επιπέδου προστασίας, και του ότι ενώ υφίσταται ήδη σε πολλές εθνικές νομοθεσίες και νομολογίες, πρέπει να διατυπωθεί και να εφαρμοσθεί με ομοιογενή τρόπο. Τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών, και ιδίως ο “μοναδικός” χαρακτήρας τους, ο οποίος δεν είναι πάντοτε απτός, καθώς και το γεγονός ότι η υπηρεσία “εξέλιπε” κατά τη στιγμή που σημειώνεται η ζημία, όπως και η σχετική θέση του θύματος που δεν διαθέτει ειδικές τεχνικές γνώσεις και του επαγγελματία που διαθέτει τις γνώσεις αυτές, δικαιολογούν την υπέρ του θύματος αναστροφή του βάρους της απόδειξης της υπαιτιότητας του φορέα παροχής υπηρεσιών[8].
Η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες συνίσταται στην παραβίαση της βαρύνουσας αυτόν σχετικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας την οποία όφειλε κατά τον νόμο ή την δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του  κάτω από ομαλές και προβλέψιμες συνθήκες, με τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες... να πληρούν τους όρους ασφαλείας και να μην θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των τελικών αποδεκτών- καταναλωτών, και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών η οποία, αν και δεν αναφέρεται ρητώς, είναι εν τέλει το προστατευτέο δικαίωμα[9].
Συνοψίζοντας, κατά την προσέγγιση του νομοθέτη και της νομολογίας, σκοπός της ρύθμισης της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες στα πλαίσια του Ν. 2251/94 είναι η αποτελεσματική προστασία του αποδέκτη των υπηρεσιών με την απαλλαγή του από το βάρος της απόδειξης δυσαπόδεικτων, λόγω της θέσης του, ισχυρισμών, και η διασφάλιση της ακεραιότητας της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών.

Γ. ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
“Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.” (άρθρο 8§2 εδ.β’ Ν. 2251/94). Η παρεχόμενη υπηρεσία μπορεί να αποτελεί και εθελοντική προσφορά του παρέχοντος (άρθρο 8§4 περ.στ’), που σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να παρέχεται αντάλλαγμα για την προσφερόμενη υπηρεσία.
Η παραπάνω διατύπωση αφήνει περιθώριο κάλυψης μεγάλης ποικιλίας υπηρεσιών[10]όπως αφηρημένες υπηρεσίες, ή υπηρεσίες που αναφέρονται σε ενσώματα αντικείμενα ή σε πρόσωπα[11]. Οι προϋποθέσεις  για το χαρακτηρισμό της υπηρεσίας ως στοιχείο του πραγματικού είναι δύο. Πρώτον, να παρέχεται κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή ο παρέχων την υπηρεσία να μην δεσμεύεται από συγκεκριμένες υποδείξεις, εντολές ή κατευθύνσεις του αποδέκτη των υπηρεσιών ως προς το είδος, την ποιότητα, τη μορφή και τον τρόπο διεξαγωγής τους. Ακόμη κι όταν ανατίθεται συγκεκριμένο έργο ή η διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσηςστο μέτρο που ενεργείται με τη διαδικασία ή τη μέθοδο ή τα μέσα της επιστήμης που επιλέγει ο εκτελών το έργο, τότε πρόκειται για ανεξάρτητη υπηρεσία[12]. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η υπηρεσία να παρέχεται στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, αφού μόνο τότε δικαιολογείται η ειδική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, λόγω και του προσδοκώμενου κέρδουςκαι της αδυναμίας σε αυτή την περίπτωση του ζημιωθέντος να υπεισέλθει στο χώρο του παρέχοντος υπηρεσίες[13].
  Συνεπώς, η ρύθμιση αφορά κάθε ανεξάρτητο ελεύθερο επαγγελματία, είτε φυσικό, είτε νομικό πρόσωπο. Η περιορισμένη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα νομολογία έχει δεχθεί ως αυτονόητο, ότι στην παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του Ν. 2251/94 εμπίπτουν κατ’ αρχήν και οι υπηρεσίες που παρέχουν οι Τράπεζες[14], όπως η περίπτωση συναλλαγών με αντικείμενο πιστωτικές κάρτες, εφόσον δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις  του εδαφίου 1 της §2 του άρθρου 8 του εν λόγω νόμου. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το ζήτημα είναι σαφές ότι εμφανίζει πλευρές που χρήζουν περαιτέρω εξετάσεως[15]. Το βέβαιο είναι ότι η ενιαία ρύθμιση από τον νόμο τόσων μορφών υπηρεσιών, θεωρείται προβληματική[16].

3. Η ΠΑΡΟΧΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
          Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 38 και 39 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ.3026/6/8-10-1954), ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος/ λειτουργός, δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των Δικαστηρίων και πάσης Αρχής. Έργο του είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις.
          Σύμφωνα με το άρθρο 3α του Κώδικα Δεοντολογίας, ο Δικηγόρος δεν περιορίζεται μόνο στα στενά επαγγελματικά του συμφέροντα. Ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα της χώρας. Προσφέρει τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του για την πρόοδό της και ασκεί το λειτούργημά του, κατά τρόπο ώστε να είναι χρήσιμος και στα άτομα και στο κοινωνικό σύνολο.
           Ο δικηγόρος ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξαρτήσεως, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η σχέση μεταξύ δικηγόρου και πελάτη χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή, η οποία ρυθμίζεται κατά πρώτο λόγο από τον παραπάνω Κώδικα, συμπληρωματικά δε από τον Α.Κ. στις διατάξεις της εντολής[17], και συνεπώς ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε εργασία, δικαστική ή εξώδικη[18].
          Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο δικηγόρος παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, αφού ενεργεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα, χωρίς να διατελεί σε σχέση εξάρτησης απέναντι στον εντολέα του. Η άσκηση της δικηγορίας είναι δε αναμφισβήτητα επαγγελματική δραστηριότητααφού για την έναρξή της επιβάλλεται η δήλωση έναρξης άσκησης επιτηδεύματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και η τήρηση των προβλεπόμενων στον Κ.Β.Σ. φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Πρέπει μάλιστα ο δικηγόρος να ασκεί τη δικηγορία ως κύριο βιοποριστικό επάγγελμα, και να βεβαιώνει κάθε έτος στον Δικηγορικό Σύλλογο την πραγματική άσκησή του, διαφορετικά διαγράφεται από τα Μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου[19].
           Δεν μπορεί ωστόσο να αμφισβητηθεί η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος του δικηγόρου έναντι των λοιπών επαγγελμάτων, ιδιαιτερότητα η οποία προκύπτει από το χαρακτήρα που του προσδίδει ο νομοθέτης ως δημόσιου λειτουργήματος. Ενώ λοιπόν από την διατύπωση του άρθρου 8 § 2 εδ.β’ του ν. 2251/94 προκύπτει ότι οι δικηγόροι εμπίπτουν στη ρύθμισή του, αφού παρέχουν υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μένει να εξεταστεί αν η ιδιότητα των δικηγόρων ως δημοσίων λειτουργών αλλάζει κάτι ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Το ζήτημα αντιμετώπισε η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία κατέληξε στην έκδοση της με αριθμό 18/1999 απόφασης.        

4. Η ΑΠ (ΟΛΟΜ) 18/1999
Α. ΠΑΡΟΧΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΩΣ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ Ν.2251/94
          Το ζήτημα έφτασε στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατόπιν της από 18.1.1999 αίτησης αναίρεσης κατά της απόφασης 3337/98 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η έφεση κατά της με αριθμό 10725/97 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης[20]. Στη συνέχεια εκδόθηκε η με αριθμό 18/1999 απόφαση, η οποία αναμενόταν να επιλύσει το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε, ωστόσο, λόγω της αξιοπρόσεχτης επιχειρηματολογίας της ισχυρότατης μειοψηφίας εννέα Αρεοπαγιτών, προβλέπεται ότι ο προβληματισμός γύρω από το θέμα μόλις αρχίζει[21].
          Η πλειοψηφία των Αρεοπαγιτών έκρινε πως “τα άρθρα 1 § 4 περ.β’  και 8 § 2 εδ. β’ του ν.2251/1994 καθορίζουν με ευρύτητα την έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες, αφού σ’ αυτήν εμπίπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η ρύθμιση όμως της συλλογικής προστασίας των καταναλωτών περιορίζει την ίδια έννοια. Ειδικότερα, η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό, η μεν είσοδος στο δικηγορικό σώμα ακολουθεί το πρότυπο της εισόδου σε δημόσια υπηρεσία (διαγωνισμός, ορκωμοσία, προαγωγή), η δε άσκηση της δικηγορίας διέπεται από ειδικούς κανόνες (ασυμβίβαστα, πειθαρχική ευθύνη, εκπτώσεις, αμοιβές). Το σύστημα συλλογικής προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει ο νόμος 2251/1994, είτε με τη μορφή του φιλικού διακανονισμού των διαφορών από τις επιτροπές που συγκροτεί ο Νομάρχης[22], είτε με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων από τον Υπουργό Εμπορίου[23], είναι ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του δικηγόρου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών, εκτιμώμενη τόσο από την πλευρά των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος περί προστασίας καταναλωτών, όσο και από την άποψη της ειδικής φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/94...»
          Η παραπάνω αιτιολογία ενέχει νοηματικά κενά και τα επιχειρήματα που παρατίθενται δεν οδηγούν δίχως άλλο στο προαναφερόμενο συμπέρασμα. Από τη μία τίθεται ως επιχείρημα ο σκοπός του νομοθέτη, ο οποίος κατά κοινή ομολογία είναι η διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών. Δεν προκύπτει όμως από πουθενά ο λόγος για τον οποίο ο πελάτης του δικηγόρου δεν κρίνεται άξιος αυτής της προστασίας. Το γεγονός ότι ενδεχομένως κάποιες ρυθμίσεις του νόμου δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση του δικηγόρου, είναι ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει από τη στιγμή που ο νόμος καλύπτει πληθώρα ανόμοιων περιπτώσεων, και θα πρέπει να εξεταστεί αν χωρεί ερμηνευτικά προσαρμοσμένη εφαρμογή ή αν η εφαρμογή της ρύθμισης αποκλείεται για τη συγκεκριμένη περίπτωση[24]. Από την άλλη, ως λόγος που αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 8 στην περίπτωση των δικηγόρων, τίθεται η ειδική φύση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίαςη ιδιότητα των δικηγόρων ως δημοσίων λειτουργών αναφέρεται μόνο στην ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών εν γένει παράσταση κατά την άσκηση του έργου τους, όχι δε και στην εσωτερική με τους πελάτες τους σχέση, στα πλαίσια της οποίας είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, που παρέχουν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 8.
Οι έννοιες «λειτουργός της δικαιοσύνης»[25], ελεύθερος επαγγελματίας και  άμισθος δημόσιος υπάλληλος που ενεργεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα, πολύ δύσκολα έρχονται σε σύμπνοια. Είναι όροι που παράγουν συγκρούσεις και φαίνονται να έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τουςΓια το αν ωστόσο η σύνδεση του χαρακτηρισμού του επαγγέλματος του δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργήματος με το ζήτημα της αστικής ευθύνης για ζημίες από την άσκησή του είναι δόκιμη, δημιουργούνται πολλές επιφυλάξεις[26].
 ΒΣΧΕΣΗ ΑΡΘΡΟΥ Ν.2251/94 ΜΕ ΑΡΘΡΟ 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ
          Ένα σημαντικό ζήτημα που τίθεται ως προς την ευθύνη του δικηγόρου στην περίπτωση που δεχθούμε ότι η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών είναι παροχή υπηρεσιών κατά το άρθρο 8 του ν.2251/94, είναι η σχέση του άρθρου αυτού με το άρθρο 73 του Εισαγωγικού νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο ρυθμίζει την αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, και η οποία θα εξεταστεί διεξοδικά στη συνέχειαΑρκεί εδώ να αναφερθεί ότι οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης κατά το άρθρο 73  Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. είναι αρκετά αυστηρές, ενώ ορίζεται και συντομότατη αποσβεστική προθεσμία.
Το ζήτημα εξετάστηκε στην εν λόγω δικαστική απόφαση και το δικαστήριο έκρινε ότι η ειδική για τους δικηγόρους ρύθμιση της ευθύνης τους κατά το άρθρο 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. δεν καταργήθηκε με το ν.2251/94, κάτι που ήταν λογικό επακόλουθο της διαπίστωσης ότι ο Ν. 2251/94 δεν ρυθμίζει την ευθύνη των δικηγόρων. Ωστόσο, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης περιείχε το σκεπτικό ότι η διάταξη του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. ρυθμίζει αποκλειστικά και ειδικά την αστική ευθύνη των δικηγόρων από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, είναι ειδική και επιβλήθηκε  από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, και δεν καταργήθηκε από το ν.2251/94, καθότι δεν συμπεριλήφθηκε στον ανωτέρω νόμο ρητή κατάργηση του άρθρου 73, αλλά ούτε από την εισηγητική έκθεση ή την ερμηνεία του νόμου συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη σιωπηρής κατάργησής του με τη θέσπιση διατάξεων αντίθετου περιεχομένου.
Το επιχείρημα εντούτοις ότι αν και προγενέστερη η ρύθμιση του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., δεν θίγεται γιατί είναι ειδική, δεν φαίνεται απροσμάχητο. Το κριτήριο της ειδικότητας, χωρίς αναγωγή και σε άλλα ερμηνευτικά κριτήρια, δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε ασφαλή λύση[27]. Άλλωστε, και το άρθρο 8 Ν.2251/94 αποτελεί ειδική ρύθμιση, και δη ειδική περίπτωση αδικοπραξίας, συγκεκριμένα αδικήματος σε βάρος καταναλωτή[28]. Επιπλέον, στο άρθρο 14 §1 του ν.2251/94 ορίζεται
ρητά ότι καταργείται και κάθε άλλη διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού, ενώ η § 5 του ίδιου άρθρου, που αντιμετωπίζει την περίπτωση της σύγκρουσης των διατάξεων του ν.2251/94 με κοινές διατάξεις, που όμως παρέχουν στον καταναλωτή μεγαλύτερη προστασία, ορίζει ότι εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις. Από τις ρυθμίσεις αυτές συνάγεται η πρόθεση του νομοθέτη να απολαμβάνει ο καταναλωτής της μέγιστης δυνατής προστασίας, και το κριτήριο αυτό να υπερισχύει ακόμη και της αρχής της ειδικότητας. Το βέβαιο είναι ότι ο νομοθέτης, περιλαμβάνοντας στον ν.2251/94 τόσο γενικές ρυθμίσεις, δημιούργησε αμφιγνωμίες και ευρύτατα περιθώρια ερμηνείας και παρερμηνείας, τα οποία μόνο με νέα νομοθετική επέμβαση μπορούν να επιλυθούν.
Γ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΘΡΟΥ 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.
          Το τρίτο ζήτημα που αντιμετώπισε η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ήταν κατά πόσο η ρύθμιση του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές, και συγκεκριμένα με το άρθρο 4 §1 του Συντάγματος περί της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, καθώς και με το άρθρο 20 §1 του Συντάγματοςόπου αναγνωρίζεται ως αναφαίρετο το δικαίωμα των πολιτών προς παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας.
          Ως προς την αντίθεση προς το άρθρο 4 §1 του Συντάγματος, το δικαστήριο έκρινε  πως η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των δικηγόρων ως άμισθων δημόσιων λειτουργών, προκειμένου να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο αν η δικαστική καταδίωξη των δικηγόρων δεν περιοριζόταν στα αναγκαία πλαίσια, τόσο από την άποψη του βαθμού της υπαιτιότητας, όσο και από την άποψη των δικονομικών προϋποθέσεων άσκησης της αγωγής, η θέσπιση των οποίων, επομένως δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση αυτών και δεν προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της νομικής ισότητας των πολιτών.
          Το κοινωνικό λοιπόν και το δημόσιο συμφέρον επιβάλλουν ώστε τα αναγκαία πλαίσια δικαστικής καταδίωξης των δικηγόρων να είναι συγκριτικά χαμηλότερα από αυτά των υπόλοιπων παροχέων υπηρεσιών, ώστε αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι. Και στο ερώτημα σε τι διαφέρουν οι δικηγόροι από τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες, ώστε ο νόμος να τους αντιμετωπίζει με τέτοια επιείκεια, η απάντηση είναι η ιδιότητά τους ως δημόσιοι λειτουργοί. Κατά την προσωπική μου αντίληψη, η ιδιότητα τους ακριβώς αυτή απαιτεί υπευθυνότητα, συνέπεια και ιδιαίτερα αυξημένη επιμέλεια στο χειρισμό των υποθέσεων τους και συνεπώς θα έπρεπε η ευθύνη τους να ρυθμίζεται, αν μη τι άλλο, στα ίδια πλαίσια με τους υπόλοιπους φορείς παροχής υπηρεσιών, κάθε διαφοροποίησης αντικείμενης στο άρθρο 4 §1 του Συντάγματος[29]. Την ίδια γνώμη είχαν και πέντε μέλη του Αρείου Πάγου, τα οποία έκριναν  την διάταξη του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ αντισυνταγματική στο σύνολό της, διότι εισάγει αδικαιολόγητα προνομιακή μεταχείριση των δικηγόρων έναντι των άλλων κατηγοριών ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ δύο επιπλέον μέλη θεώρησαν αντισυνταγματική τη διάταξη της παραγράφου 5, που θεσπίζει εξαιρετικά βραχεία αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας.
          Ως προς την αντίθεση προς το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, η ολομέλεια ορθά απεφάνθη ότι κατά τη σαφή έννοια της επιφύλαξης «όπως νόμος ορίζει», ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής και τη διεξαγωγή δίκης, αυτές όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων ισοδυναμούν με άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Τέτοιες προϋποθέσεις τάσσουν οι διατάξεις που ρυθμίζουν τον τύπο ή την άσκηση μιας διαδικαστικής πράξης, όπως είναι εκείνες που καθορίζουν τα στοιχεία, τα οποία πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να περιέχει η αγωγή κακοδικίας, καθώς και εκείνα τα οποία με κύρωση απαράδεκτο πρέπει να επισυνάπτονται σε αυτή. Οι περιορισμοί όμως αυτοί, καθώς και η συνέπεια που επισύρει η παράβασή τους, δεν καταλύουν το δικαίωμα του ενάγοντος σε παροχή έννομης προστασίας, αλλά αποβλέπουν απλώς στο να τον καταστήσουν προσεκτικό και να περιφρουρήσουν έτσι το γενικότερο συμφέρον που επιβάλλει την ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών.
 Ως προς την παράγραφο 5 του άρθρου 73 ωστόσο, το δικαστήριο σωστά έκρινε ότι αντίκειται στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, αφού το εναρκτήριο σημείο της αποκλειστικής προθεσμίας μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί η αγωγή κακοδικίας, τοποθετείται  στο χρόνο τέλεσης της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, και όχι σε αυτόν της γνώσης από τον πελάτη της ζημίας και της πράξης ή παράλειψης του δικηγόρου από την οποία προκλήθηκε, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος πολύ πριν ο ζημιωθείς λάβει γνώση αυτού[30].
          Και μόνο το γεγονός ότι ακούγονται τόσες φωνές διαμαρτυρίας για το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., πρέπει να προβληματίσει το νομοθέτη, ώστε να επέμβει ρυθμιστικά στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί να τίθεται πρακτικά στο απυρόβλητο το επάγγελμα του δικηγόρου, όπως αποδεικνύεται και από την πενιχρότατη σχετική νομολογία, ενδεικτική του πόσο αποτρεπτικά λειτούργησε η νομοθετική ρύθμιση[31].

5.   Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ-
ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ
Άρθρο 73. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή,
δικ. γραμματέα και δικ. επιμελητή
          1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή,        δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, υπάγεται στο κατά τόπο        αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, πολυμελές πρωτοδικείο, που        δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
         2. Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδάφ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας, και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα  αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους,       διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα.
         3. Στη αγωγή επισυνάπτονται:
         α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει
       τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα η επικυρωμένα αντίγραφα,
         β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς
       είναι απαράδεκτη.
         4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά        αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή        παραλείψεις.
         5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την        πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων.
         6. Αν η αγωγή κακοδικίας απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν        επιτρέπεται να ασκηθεί νέα αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους, και ο ενάγων καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, και        μπορεί να καταδικαστεί και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 του       ΚΠολΔ.       
Οι παραπάνω διατάξεις καθιερώνουν τον θεσμό “προσωπικής αστικής ευθύνης” των  προσώπων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο[32]. Το μοναδικό βοήθημα μέσω του οποίου μπορεί να αποκατασταθεί η υλική ζημία ή η ηθική βλάβη από αστική αδικοπραξία που διέπραξε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμβολαιογράφος, δικηγόρος, δικαστικός επιμελητής κλπ, είναι η δια των ανωτέρων διατάξεων θεσπιζόμενη αγωγή κακοδικίας[33]. Έτσι, για την προσωπική αστική ευθύνη των δικηγόρων που ζημίωσαν τους πελάτες τους κατά την εκτέλεση δικαστικών και εξώδικων πράξεων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αδικοπραξίας, αλλά αυτές του άρθρου 73 [34].
Ανεξάρτητα από όσα ήδη αναφέρθηκαν για την παραπάνω ρύθμιση, και ανεξάρτητα από τη σύγκρισή της προς την ευνοϊκότερη για τον ζημιωθέντα ρύθμιση του άρθρου 8 ν.2251/94, εξετάζοντας την αυτοτελώς, παρατηρεί κανείς την αυστηρότητα των προϋποθέσεων της σε σύγκριση με αυτές της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τόσο ως προς το βαθμό υπαιτιότητας, αφού η απλή αμέλεια δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης, αλλά απαιτείται δόλος ή βαριά αμέλεια, όσο και ως προς τα χρονικά περιθώρια για την έγερση της αγωγής. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα, ότι οι περισσότερες αγωγές κακοδικίας  απορρίπτονται για το λόγο ότι έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία που τάσσει η §5 του άρθρουενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία τους ασκείται στα πλαίσια της ποινικής δίκης με τη μορφή παράστασης πολιτικής αγωγής, κάτι που σημαίνει ότι οι ζημιωθέντες καταφεύγουν σε αυτήν κυρίως στις περιπτώσεις δόλου, ως μορφής υπαιτιότητας[35]. Ωστόσο, μόνο κατ’ εξαίρεση ο δικηγόρος παραβαίνει σκόπιμα τις υποχρεώσεις του, τόσο τις νομικές, όσο και τις συμβατικές, ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις παράβασης δεν οφείλονται σε πρόθεση[36].
Στην ουσία, δυσχεραίνονται σε μέγιστο βαθμό οι λειτουργίες της εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, που συνίστανται στην αποκατάσταση της ζημίας στα πλαίσια της κοινωνικής δικαιοσύνης, στην διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών με την προστασία των ατομικών εννόμων αγαθών, στην προληπτική λειτουργία ωθώντας τα άτομα να επιδεικνύουν αυξημένη και εξιδιασμένη επιμέλεια, και στην κατανομή των οικονομικών συνεπειών των ζημιών σε ευρύτερο κύκλο προσώπων και τον επωμισμό τους από ένα πρόσωπο που θα είναι σε θέση να τις αντιμετωπίσει με την μετακύλιση του βάρους ή την ασφαλιστική του κάλυψη[37].
Μια συγκριτική επισκόπηση στα δίκαια άλλων κρατών, δείχνει ότι  ρύθμιση ανάλογη του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. δεν φαίνεται να απαντάται σε ευρεία κλίμακα. Γι αυτό και κατά κανόνα στην αλλοδαπή, προϋπόθεση της χορήγησης άδειας άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή είναι η προηγούμενη ασφάλιση της επαγγελματικής ευθύνης[38].
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο δικηγόρος παραβιάζει το επαγγελματικό του καθήκον επιμέλειας, αν δεν παράσχει λογικά ικανή αντιπροσώπευση (reasonably competent representation) ή παραβιάσει την υποχρέωση πίστης. Για την απόδειξη της παραβίασης ο νόμος στις περισσότερες πολιτείες απαιτεί την κατάθεση άλλου δικηγόρου του ίδιου ή παρόμοιου τομέα ειδίκευσης, ο οποίος να καταθέτει ότι ο δικηγόρος δεν τήρησε το μίνιμουμ στάνταρ επιμέλειας. Η κάθε πολιτεία θέτει μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί η αγωγή κακοδικίας (legal malpractice lawsuit). Στην Ουάσιγκτον, ο ζημιωθείς πρέπει να ασκήσει την αγωγή μέσα σε τρία χρόνια από την πράξη ή παράλειψη του δικηγόρου, ή από τότε που λογικά (reasonably) θα έπρεπε να την είχε πληροφορηθεί, ενώ σε κάποιες πολιτείες το χρονικό πλαίσιο είναι ένα με δύο χρόνια[39]Η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης δεν είναι υποχρεωτική για τους δικηγόρους, παρά μόνο για  τις δικηγορικές εταιρίες, με εξαίρεση την πολιτεία του Όρεγκον[40]. Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά προβλέπεται ο θεσμός του ταμείου προστασίας πελατών (Client Protection Fund), για την προστασία των καταναλωτών δικηγορικών υπηρεσιών από οικονομικές απώλειες από την κακή εφαρμογή του νόμου ή την υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων από τον δικηγόρο[41]
Στην Γερμανία η αστική ευθύνη του δικηγόρου είναι πολύ ευρεία και επεκτείνεται στο σύνολο των δικηγορικών δραστηριοτήτων. Ο δικηγόρος ευθύνεται απέναντι στον πελάτη του τόσο για τις ενέργειες του στα πλαίσια  μιας εκκρεμούς δίκης, όσο και για την παροχή συμβουλών, για κάθε υπαίτια παράβαση των καθηκόντων του και για κάθε πταίσμα του γενικά, συμπεριλαμβανομένης και της ελαφράς αμέλειας[42]. Η ευθύνη του  δικηγόρου είναι κατά βάση συμβατική και βασίζεται στην θετική αθέτηση της σύμβασης (positive Vertragsverletzung), και δη της δικηγορικής σύμβασης, η οποία ρυθμίζεται από την §675 BGB ως σύμβαση εντολής και παροχής υπηρεσιών, και όχι ως σύμβαση εργασίας, το περιεχόμενο της οποίας μάλιστα έχει διαπλαστεί κατά κύριο λόγο νομολογιακά[43]. Η ευθύνη μπορεί να θεμελιωθεί και στις διατάξεις της αδικοπραξίας (§823 Abs.1&2 BGB,  §826 BGB) , οι οποίες είτε αποτελούν παράλληλη βάση της αγωγής, είτε και αυτοτελή, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης[44]. Οι αξιώσεις εναντίον δικηγόρων παραγράφονται σύμφωνα με την § 51b BRAO σε τρία χρόνια από τη γέννηση της ζημίας, σε κάθε περίπτωση πάντως σε τρία χρόνια από την λήξη της εντολής[45].
Στο τσεχικό δίκαιο υπάρχει ειδική ρύθμιση για την ευθύνη των δικηγόρων στο νόμο περί δικηγορίας (85/1996), όπου μέσω του άρθρου 26 ο δικηγόρος ευθύνεται για τις ζημίες που προξενεί και που σχετίζονται με την άσκηση της δικηγορίας του, αλλά και για αυτές που προκαλούν οι υποκατάστατοι και οι βοηθοί του. Σύμφωνα με το άρθρο 420 οbč.zák (τσεχικού Αστικού Κώδικα) προϋποθέσεις γένεσης της ευθύνης είναι η πρόκληση ζημίας, η παράβαση νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ τους και η υπαιτιότητα, η οποία συνίσταται είτε σε δόλο, άμεσο ή έμμεσο, είτε σε αμέλεια, βαριά ή ελαφρά. Η υπαιτιότητα θεωρείται δεδομένη, και μόνο αν ο ζημιώσας αποδείξει έλλειψη υπαιτιότητας, απαλλάσσεται της ευθύνης. Η παραγραφή της αξίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 106 οbč.zák επέρχεται δύο χρόνια από τη στιγμή που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της επελθούσας ζημίας και του προσώπου του ζημιώσαντα, ή τρία χρόνια από την πρόκληση της ζημίας, ανεξαρτήτως γνώσης. Στην Τσεχία, οι δικηγόροι υποχρεούνται να ασφαλίζονται εναντίον του κινδύνου πρόκλησης τέτοιου είδους ζημιών, διαφορετικά υπέχουν πειθαρχική ευθύνη[46].
         6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 Αν από όσα ειπώθηκαν βγαίνει ένα συμπέρασμα, αυτό είναι σίγουρα ότι η ρύθμιση από το ελληνικό δίκαιο της αστικής ευθύνης του δικηγόρου με αποκλειστική εφαρμογή του άρθρου 73 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., τόσο από την άποψη της εφαρμογής της στην πράξη, όσο και από την θεωρητική της διερεύνηση, είναι ρύθμιση που δεν συνάδει προς τις επιταγές του δικαίου και τις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις. Ο πελάτης του δικηγόρου δεν προστατεύεται αποτελεσματικά και η αμέλεια του δικηγόρου, επαγγελματία μιας τάξης που διαρκώς διευρύνεται, έως ένα βαθμό νομιμοποιείται.
Στο ερώτημα αν ο δικηγόρος είναι επαγγελματίας ή δημόσιος λειτουργός,  η απάντηση πρέπει να είναι θετική και ως προς τα δύο σκέλη της. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός στο έργο του να υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη και να εμπεδώνει την έννομη τάξη, όμως παράλληλα είναι και επαγγελματίας στην σχέση του προς τον πελάτη του. Για να σταθεί στο ύψος του ως λειτουργός, πρέπει να τηρεί τις αρχές του λειτουργήματος του και να σέβεται και να υπακούει στις ηθικές του επιταγές. Για να είναι όμως σωστός επαγγελματίας, πρέπει να ενεργεί με αφοσίωση, πίστη και υπευθυνότητα απέναντι στον πελάτη του, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις του. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει κανείς την απαίτηση να είναι αλάθητος. Όταν όμως λανθάνει, είναι αδιανόητο για ένα κράτος δικαίου τις συνέπειες να φέρει ο ανυποψίαστος ιδιώτης.
Αν ο νομοθέτης προβληματίστηκε γύρω από το παραπάνω θέμα και κατέληξε ότι αυτό θα ρυθμίζεται πλέον από το νόμο για την προστασία του καταναλωτή, ή αν όταν θέσπιζε με το νόμο αυτό την ευθύνη των παρεχόντων υπηρεσίες δεν υπολόγισε την επαγγελματική τάξη των δικηγόρων, είναι κάτι που δεν μπορούμε να συνάγουμε με βεβαιότητα. Επειδή όμως σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα πρέπει να υπάρχει βεβαιότητα εφαρμοστέου δικαίου και όχι ερμηνευτικές νομολογιακές προσεγγίσεις, ο νομοθέτης επιβάλλεται να εξετάσει το ζήτημα εκ νέου και να θεσπίσει συγκεκριμένη ad hoc διάταξη, που να επιλύει οριστικά το ζήτημα. 

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξανδρίδου Ελίζα Δ. : Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ελληνικό και κοινοτικό, ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996.
Βαρυμποπιώτη Αθαν. Κ.: Κώδικας περί δικηγόρων, 4η έκδ., Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν.Σάκκουλας 1998.
Δεληγιάννη Ιω.Γ. - Κορνηλάκη Π.Κ.: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1992.
Καράκωστα Γιάννη Κ.: Προστασία του καταναλωτή, Ν.2251/1994, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1997.
Κεραμεύς Κ.Δ. –Κονδύλης Δ.Γ. –Νίκας Ν.Θ.: Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, 591-1054 Εισαγωγικός Νόμος, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη , Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας 2000.
Ρόκα Ιωάννη Κ., Ευθύνη για τα προϊόντα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997.
Σταθόπουλου Μιχ.–Χιωτέλλη Αρ.–Αυγουστιανάκη Μιχ.  : Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, Επιπτώσεις κοινοτικών οδηγιών στο δίκαιο του ΑΚ. εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
Φίλιου Παύλου Χρ., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, Α’ τόμος, Δεύτερη και τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1990.
DACH Europäische Anwaltsvereinigung, Die Haftung des Rechtanwalts, Verlag Ősterreich, Wien 1997.
Graef Ralph Oliver, Die Haftung des deutshen und englischen Anwalts für fehlerhafte Prozeßführung, Nomos Verlagsgesellschaft, Baden-Baden, 1. Auflage 1995.

[1] Το κείμενο αποτελεί απόδοση της εισαγωγής της έκθεσης της ομάδας εργασίας για την συμπεριφορά και τον επαγγελματισμό των δικηγόρων που υιοθετήθηκε στις ΗΠΑ από την διάσκεψη Υπουργών Δικαιοσύνης στις 21 Ιανουαρίου 1999. Πηγή www.abanet.org
[2] Lombardi Gregg, How to protect yourself from legal malpractice, Medical Economics Magazine, 7 August 2000.
[3] Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί ευθύνης του φορέα παροχής υπηρεσιών, COM (90) 482 τελικό –SYN 308 , EE  91/C12/11, 18.1.91, σελ.8, αλλά και CONSOM 20/ECO 86/6378/92, 12.5.92.
[4] Οι δυσχέρειες στην προσπάθεια εξισορρόπησης, αφενός της διατήρησης της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες που βασίζεται σε υπαιτιότητα, και αφετέρου της καθιέρωσης ενός συστήματος  που θα εξασφαλίζει την προστασία του ζημιωθέντος, οι προστριβές, οι ατέρμονες συζητήσεις, τα πολλά εμπλεκόμενα συμφέροντα και η αρνητική στάση των κρατών-μελών, κατέληξαν στην οριστική απόσυρση της πρότασης οδηγίας από την ημερήσια διάταξη το 1994. Σχετικά βλ. Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, σ. 194. Για κριτική εναντίον της Πρότασης οδηγίας βλ. επίσης Graef R.O., Die Haftung des deutschen und englischen Rechtanwalts für fehlerhafte Prozeßführung, σ. 330 και εκεί παραπομπές.
[5] Στο άρθρο 1§1 της πρότασης οδηγίας ως προϋπόθεση αναφέρεται το σφάλμα του παρέχοντος υπηρεσίες, ενώ περιγράφεται η έννοια της ζημίας ειδικότερα ως ζημία στην υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων και στη φυσική ακεραιότητα των κινητών ή ακινήτων αγαθών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απετέλεσαν το αντικείμενο της παροχής υπηρεσιών. Ο ν. 2251/94 αποδίδει το σφάλμα ως υπαιτιότητα και παραλείπει  την εξειδίκευση της έννοιας της ζημίας. 
[6] Αναλυτικότερα σε Σταθ.-Χιωτ.-Αυγ., Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, σ.161-165. Εισηγ. Έκθ ν2251/94.
[7] Άρθρο 1 § 4α Ν. 2251/94.
[8] Η οικονομική θέση του καταναλωτή δεν είναι καθοριστικό στοιχείο της ανάγκης προστασίας του, δεδομένου ότι το δίκαιο του καταναλωτή αντιμετωπίζει τους καταναλωτές με ίσους όρους και δεν εντάσσεται στα πλαίσια της αρχής προστασίας του οικονομικά ασθενέστερου. βλ. Ρόκα Ι., Ευθύνη για τα προϊόντα, σ.35.
[9] ΠΠρΑθ 2960/1996, ΔΕΕ 1/1997 (Έτος 3ο) σ. 72, όπου και παραπομπή σε Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό ΙΙ παρ.15 ΙV 3α σ.117 και Καράκωστα, Περιβάλλον και Αστικό Δίκαιο 1986 σ.118 επ.
[10] Ο νόμος ρητά ορίζει τις περιπτώσεις που δεν θεωρούνται υπηρεσία για την εφαρμογή του, στο πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 8.
[11] Σταθ.-Χιωτ.-Αυγ., ο.π., σ. 166.
[12] Καράκωστας Γ., Προστασία του καταναλωτή, σ. 131. 
[13] Καράκωστας Γ., ο.π., σ. 132.
[14] ΠΠρΑθ 3356/1997, ΝοΒ 1998, σ. 838, ΕφΑθ 2319/1999, ΔΕΕ 11/1999, σ.1175.
[15] Βλ. σημείωση Φ. Δωρή στην ΠΠρΑθ 3356/1997, ο.π.
[16] Σταθ.-Χιωτ.-Αυγ., ο.π., σ. 166.
[17] Φίλιου Π., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, πρώτος τόμος, § 93 Β ΙΙ, σ. 369-370. 
[18] ΕφΠειρ 364/1986, ΕλλΔικ 27, 708, ΑΠ 1839/1985, ΕΕΝ 53, σ.700, ΕφΑθ 472/1986, ΝοΒ 34, 567.
[19] Άρθρα 28 και 30 Κώδικα περί Δικηγόρων, ΣτΕ 3185/1978 ΝοΒ 29, σ.954, ΣτΕ 1121/1980 ΝοΒ 30, σ.1334, ΣτΕ 2843/1986, ΝοΒ 37, σ.165.
[20] Οι αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας επί των οποίων εκδόθηκε η ΑΠ 18/1999 είναι δημοσιευμένες σε συνέχεια της αρεοπαγιτικής στο Digesta 1999-2000, τ.2, σ.115 επ.
[21] βλ. σημείωση Κ. Παναγόπουλου στην ΟλΑΠ 18/1999, Digesta 1999-2000, τ.2, σ.114.
[22] Άρθρο 11 ν.2251/94, όπου θεσπίζεται διαδικασία  για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών από τριμελή επιτροπή φιλικού διακανονισμού που συνιστάται σε κάθε Νομαρχία από τον αρμόδιο Νομάρχη και στην οποία συμμετέχει και ένας δικηγόρος.
[23] Άρθρο 14 § 3 ν.2251/94, όπου προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, ήτοι προστίμου από τον Υπουργό Εμπορίου ή σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της για χρονικό διάστημα μέχρι ενός έτους.

[24] βλ. άποψη μειοψηφίας στην ΟλΑΠ 18/1999, ό.π., σύμφωνα με την οποία όσες από τις οργανωτικές ρυθμίσεις του νόμου δεν εναρμονίζονται προς την επαγγελματική κατάσταση των δικηγόρων, θα παραμείνουν, έναντι αυτών, ανεφάρμοστες.
[25] Ο όρος αναφέρεται στο Προοίμιο του Κώδικα Δεοντολογίας.
[26] Παναγόπουλος Κ., Η ευθύνη του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου (μετά το Ν.2251/94), Digesta 1998-1999, τ.1, σ.37 ή Δ28, 559.
[27] Παναγόπουλος Κ., ο.π., σ.38 (βλ.και εκεί παραπομπές)
[28] ΠΠρΑΘ 2960/1996, ΔΕΕ 1/1997, σ. 72.
[29] Η θέση του δικηγόρου ως ανεξάρτητου οργάνου απονομής της δικαιοσύνης στην Γερμανία, αποτελεί βασικό κριτήριο του βαθμού επιμέλειας που απαιτείται να δείχνει ο δικηγόρος,  με σημαντικές συνέπειες στη ρύθμιση της ευθύνης του. Έτσι, ενώ κανείς αναμένει από έναν εμπορικά προσανατολισμένο παροχέα υπηρεσιών ένα ορισμένο μέτρο επιμέλειας, η γερμανική νομολογία και θεωρία απαιτεί από τον δικηγόρο βέλτιστη απόδοση. βλ. Graef R.O., ο.π., σ. 114 επ.
[30] Σύμφωνα με την απόφαση 8/1993 του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, η διάταξη του άρθρου 73 §5 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει έννοια συνάδουσα προς το Σύνταγμα, να ερμηνευθεί, δηλαδή, ότι υπονοεί πως, πάντως, η προθεσμία δεν κινείται πριν ο ζημιωθείς από την πράξη ή παράλειψη και ενάγων για κακοδικία λάβει γνώση της βλαπτικής γι αυτόν πράξης ή παράλειψης. (Υπερ. 1994, σ.1172)
   Αντίθετα: ΣυμβΑΠ 2/1994, ΝοΒ 1994, σ. 461 ΙΙ, όπου είχε κριθεί ότι δεν απαιτείται το στοιχείο της γνώσης, γιατί με την καθιέρωση της προθεσμίας αυτής επιδιώκεται η εκκαθάριση των εννόμων σχέσεων του παρελθόντος και η ασφάλεια του δικαίου (βλ. και ΑΠ 1252/91, ΕλλΔνη 32, σ. 1574, ΑΠ 344/92, Υπερ1992, σ. 848, ΜΠρΑθ 15569/94, ο.π.).
[31] Παναγόπουλος Κ., ο.π., 39.
[32] ΣυμβΑΠ 18/1995, ΝοΒ 1995, σ. 869.
[33] ΕιδΔικΑγωγΚακ 8/1993, ο.π.
[34] ΜονΠρΑΘ 15569/1994, ΝοΒ 1995, σ. 411.
[35] Βλ. ενδεικτικά ΜΠρΑθ 15569/94, ο.π., ΑΠ 1469/98, ΠοινΧρ 99, σ. 837, ΕφΑθ 406/96, Υπερ1997, σ. 322, ΑΠ 1112/95, ΠοινΧρ 96, σ. 253, ΑΠ 18/95, ΝοΒ 95, σ. 869, ΑΠ 1754/94, ΠοινΧρ 94, 1442, ΑΠ 1190/94, ΠοινΧρ 94, 988, ΑΠ 611/92, Δ/νη 1993, 708, ΑΠ 344/92, Υπερ1992, 848,  ΑΠ 1252/91, ΝοΒ 92, 328, ΕφΑθ 8938/90, Δ/νη 91, 1646, ΕφΑθ 1059/89, ΠοινΧρ 90, 472, ΑΠ 1178/88, ΠοινΧρ 89, 105.
[36] Γιακουμής Δ., Η αστική ευθύνη του δικηγόρου από παροχή νομικών συμβουλών και πληροφοριών, Δ 30, σ. 1193.
[37] Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό ΙΙΙ, §344, σ. 123επ.
[38] Παναγόπουλος Κ., ο.π., σ. 39.
[39] Understanding legal malpractice, http://nwlegalmal.com/about.html
[40] Lombardi Gregg, ο.π.
[41] Center for professional responsibility, www.abanet.org/cpr/client.html
[42] Γιακουμής Δ., ο.π., σ. 1194-1195.
[43] Borgmann Br., Ausgewählte Entscheidungen des Bundesgerichthofes zur Anwaltshaftung nach deutschem Recht, σε έκδοση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικηγόρων (DACH) με τίτλο Die Haftung des Rechtanwalts, σ. 9.
[44] Αναλυτικά σε Graef R.O., o.π., σ. 108-123, 147-161, 190.  
[45] Borgmann, o.π., σ. 26
[46] Balcar P., Die Haftung des Rechtanwaltes nach tschechischem Recht, σε έκδοση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικηγόρων (DACH) με τίτλο Die Haftung des Rechtanwalts, σ. 63 επ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.