Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Γνωμοδότηση σχετική με αμοιβές δικηγόρων από νπδδ & ΟΤΑ


 Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
Κατόπιν διαμαρτυριών εκ μέρους πολλών συναδέλφων σχετικά με τις κρατήσεις που γίνονται από τους ΟΤΑ και τα νπδδ κατά την καταβολή της αμοιβής τους, ο Δικηγορικός Σύλλογος Ροδόπης μου ανέθεσε τη σύνταξη σχετικής γνωμοδότησης.

ΙΙ.  ΕΡΩΤΗΜΑ: 
Στην περίπτωση αμοιβής δικηγόρου σύμφωνα με την ΚΥΑ υπ' αριθμ. 1117864/ 2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β), είναι νόμιμη η διενεργούμενη από ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ΟΤΑ αφαίρεση από τη νόμιμη αμοιβή των ποσών που ο δικηγόρος προκατέβαλε στον Δικηγορικό Σύλλογο σύμφωνα με τα εκδιδόμενα γραμμάτια προκαταβολής εξόδων και φόρων (υπέρ ΛΕΑΔ, Δικηγορικού Συλλόγου, ΤΕΑΔ και ΦΕΕ); 

ΙΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α 235), όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει (η παρ. 1 του άρθρου 92 αντικαταστάθηκε με την παρ 6 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 ΦΕΚ Α 32/2.3.2011 και τέθηκε σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου αυτού 4 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, δηλαδή 2.7.2011), τα της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως του ή του αντιπροσώπου αυτού, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ' ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες. Οριζόμενες από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ως υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και για τη διενέργεια εξωδικαστικών νομικών εργασιών, παύουν να ισχύουν.Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές. … Όπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος Κώδικα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, γίνεται αναφορά σε «ελάχιστα όρια αμοιβών» ή «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές», νοούνται εφεξής οι «νόμιμες αμοιβές» κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων. Από τις οριζόμενες στην κ.υ.α. υπ' αριθμ. 1117864/ 2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β) ως υποχρεωτικές «ελάχιστες αμοιβές», εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως «νόμιμες αμοιβές» κατά τη ρύθμιση των προηγούμενων εδαφίων, μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι «Παραστάσεις σε Δικαστήρια»), οι οποίες αναφέρονται στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, είναι δυνατή επαναρρύθμιση των νόμιμων αμοιβών για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, με την τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση των διατάξεων που αναφέρονται στα δύο προηγούμενα εδάφια. Το προεδρικό διάταγμα μπορεί να εκδίδεται και χωρίς την προβλεπόμενη στο προηγούμενο εδάφιο γνώμη, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όπου στον παρόντα Κώδικα ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμο προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, με το προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως των δύο προηγούμενων εδαφίων, αυτές καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξηση της, εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα, αξίας επί της οποίας αυτά υπολογίζονται.
Σύμφωνα με το άρθρο 96 του Κώδικα Δικηγόρων (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 3919/2011 ΦΕΚ Α 32/2.3.2011 με έναρξη ισχύος σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου αυτού την 2.3.2011 για τις διατάξεις που παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση και 4 μήνες μετά τη δημοσίευσή του δηλαδή 2.7.2011 για τις λοιπές διατάξεις) 1. Ο δικηγόρος για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και ενώπιον δικαστών υπό την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών, και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και τη διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή εκδόσεως δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ορισμένο ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» ίσο με το μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος παρακρατούμενο από την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής και προοριζόμενο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στο οικείο Ταμείο Προνοίας και τους διαδόχους αυτού φορείς, εφόσον κατά νόμο προβλέπεται τέτοιος πόρος και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (ΦΕΚ 109 Α). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσδιορίζονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, τα κατά περίπτωση αποδιδόμενα ποσοστά, καθώς και το συνολικό ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» που υποχρεούται ο Δικηγόρος να προκαταβάλλει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ή ματαίωσης της δίκης, η προκαταβολή αναζητείται από τον Δικηγόρο που προέβη σε αυτήν. Άλλως, η προκαταβολή ισχύει για τη νέα συζήτηση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, καθορίζεται το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής «ποσό αναφοράς» για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση του δικηγόρου και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Η απόφαση μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ως «ποσό αναφοράς», κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας διάταξης, νοείται το ποσό που ορίζεται στην κ.υ.α. υπ' αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β') για την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά, τα οποία είναι εφαρμοστέα επί των «ποσών αναφοράς», που ορίζονται στα τρία πρώτα εδάφια της προηγούμενης παραγράφου. Το διάταγμα αυτό μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να αντικαθίσταται το ως άνω σύστημα των ποσοστών επί ποσών αναφοράς με καθοριζόμενα προκαταβαλλόμενα πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου.
3. Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι, όταν εκπροσωπούν: α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ως «πένητες», σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3326/2004, β) διαδίκους που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 175 παρ. 2 και 201 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα, γ) το Ελληνικό Δημόσιο και δ) διαδίκους που αμείβουν τον δικηγόρο τους με πάγια αντιμισθία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 βαρύνει τον διάδικο, για την καταβολή όμως του ποσού αυτής ευθύνεται εις ολόκληρον και ο δικηγόρος. Η συνδρομή των περιπτώσεων β', γ' και δ' αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου.
4. Αναφορικά με την εκπλήρωση της υποχρεώσεως προκαταβολής της παραγράφου 1, ο δικηγόρος που παρίσταται υποχρεούται να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής του ποσού αυτής. Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1, υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, τα παραπάνω όρια του ύψους του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται. Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εισπράττονται δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται στο τέλος κάθε μηνός να αποστέλλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας.»
Tέλος, σύμφωνα με το άρθρο  52 §5 ΚΦΕ (Ν.2238/1994) α) Επί των δικηγορικών αμοιβών οφείλεται προκαταβολή φόρου 15% με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 58. Ο τρόπος, η διαδικασία, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια υπολογισμού και απόδοσης του φόρου αυτού καθορίζεται με την απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της υποπαραγράφου ζ) της παρούσης παραγράφου …. ζ) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο, ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων και το περιεχόμενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Μέχρι έκδοσης της ως άνω υπουργικής απόφασης εφαρμόζεται από τους Δικηγορικούς Συλλόγους το προισχύσαν καθεστώς (άρθρο 7 §3 ν. 2753/1999), σύμφωνα με το οποίο η ελάχιστη αμοιβή, που προβλέπεται από την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών που αναγράφονται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο. Εξαιρούνται από αυτήν την υποχρέωση παρακράτησης φόρου:α) Οι αμοιβές για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με τον εντολέα τους με σύμβαση έμμισθης εντολής και αμείβονται με πάγια αντιμισθία. β) Οι αμοιβές στις περιπτώσεις των εργατικών και αυτοκινητικών υποθέσεων, όπου ο δικηγόρος αμείβεται με εργολαβικό συμβόλαιο, εφόσον υποβάλλει αντίγραφο του συμβολαίου αυτού στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία. Το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφέλειας, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της αμοιβής του δικηγόρου. 4. Ομοίως, παρακρατείται φόρος εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού εισπράττει ως μέρισμα ο δικηγόρος από το δικηγορικό σύλλογο ή από ταμείο συνεργασίας ή διανεμητικό λογαριασμό οποιασδήποτε νομικής μορφής. 5. Αν ο εντολέας για υποθέσεις που αναθέτει σε δικηγόρο υποχρεούται κατά νόμο να προβεί σε παρακράτηση φόρου, οι διατάξεις του άρθρου 58 του Ν. 2238/1994 εφαρμόζονται μετά την αφαίρεση της ελάχιστης αμοιβής που αναγράφεται στο οικείο γραμμάτιο είσπραξης από το ακαθάριστο ποσό που δικαιούται ο δικηγόρος. 6. Για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους δικηγορικούς συλλόγους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 59 του Ν.2238/1994 και την ευθύνη για την απόδοση αυτή φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους υπόχρεους της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 60 του Ν. 2238/1994. Μαζί με την οικεία δήλωση απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου του προηγούμενου εδαφίου γνωστοποιείται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία και αντίγραφο της απόφασης του δικαστηρίου.»
      IV. ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
      Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγκυρη έγγραφη συμφωνία σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου και ο δικηγόρος  αμείβεται βάσει των νόμιμων αμοιβών της κ.υ.α. υπ' αριθμ. 1117864/2297/ Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β), ο δικηγόρος υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο δικηγορικό σύλλογο ποσοστό επί «ποσού αναφοράς», ενώ παράλληλα του παρακρατείται φόρος εισοδήματος 15% επί του ποσού αναφοράς. Ο εντολέας του δικηγόρου υποχρεούται να του καταβάλει τη νόμιμη αμοιβή, επί της οποίας έγιναν και οι ως άνω κρατήσεις, δηλαδή υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό που αναφέρεται στην ως άνω ΚΥΑ. Σε καμία περίπτωση ο εντολέας δεν δικαιούται να αφαιρέσει από τη νόμιμη αμοιβή τα ποσά που προκαταβλήθηκαν στο δικηγορικό σύλλογο, καθώς με τον τρόπο αυτό ο δικηγόρος θα επιβαρυνόταν με τα ποσά αυτά εις διπλούν. 
      Η διαφορετική τοποθέτηση των εντολέων ΟΤΑ και νπδδ οφείλεται ενδεχόμενα σε εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα με την με αριθμό 153/2007 Πράξη του I Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σχετικά με αμοιβή δικηγόρου για χειρισμό δικαστικής υπόθεσης Δήμου κρίθηκε νόμιμος ο υπολογισμός της με βάση τον Κώδικα Δικηγόρων καθώς και η καταβολή εξόδων χαρτοσήμανσης και λήψης αντιγράφων. Μη νόμιμες όμως οι δαπάνες της προκαταβαλλόμενης δικηγορικής αμοιβής στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, καθώς και η παρακράτηση ποσοστού 15% για φόρο εισοδήματος επί της προ-εισπραττόμενης δικηγορικής αμοιβής, καθόσον αυτές βαρύνουν τον εντολοδόχο δικηγόρο (άρθρα 200 του Κώδικα Δικηγόρων και 48 και 58 του ν. 2238/1994).
      Σύμφωνα με την με αριθμό 162/2009 Πράξη του I Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κρίθηκε ότι:  Περαιτέρω, η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, που δικαιούται ο δικηγόρος από τον εντολέα του για την παροχή των υπηρεσιών του, καθορίζεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ειδικά για κάθε επιμέρους πράξη ή νομική εργασία που εκτελεί, άλλοτε μεν με τον καθορισμό κατ’ αποκοπή αποζημίωσης, με αναφορά δηλαδή σε συγκεκριμένο ποσό «δραχμών», οι οποίες πολλαπλασιάζονται με το συντελεστή που ορίζει κάθε φορά με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των παραστάσεων ενώπιον των Δικαστηρίων, και άλλοτε ποσοστιαία, δηλαδή βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης, όπως συμβαίνει με τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων. Ο ίδιος Κώδικας, για την εξασφάλιση, πλην άλλων, της είσπραξης από το δικηγόρο της νόμιμης αμοιβής του, επιβάλλει κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο να προκαταβληθεί στο Ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου η προαναφερόμενη ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για κάθε πράξη της προδικασίας και την παράσταση. Ειδικά, όμως, στις περιπτώσεις για τις οποίες η προβλεπόμενη ελάχιστη νόμιμη αμοιβή καθορίζεται σε ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης, το ποσό που προκαταβάλλεται δεν ταυτίζεται με την εν λόγω ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, την ποσοστιαία καθοριζόμενη, αλλά με το συγκεκριμένο ποσό «δραχμών» που καταβάλλεται ως ελάχιστη νόμιμη αμοιβή όταν το αντικείμενο της δίκης δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Σύμφωνα, δηλαδή, με το σύστημα που καθιέρωσε ο Κώδικας Δικηγόρων, η προεισπραττόμενη αμοιβή ορίζεται πάντοτε με ένα κατ’ αποκοπή ποσό και ταυτίζεται κατά κανόνα με την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, εκτός από τις περιπτώσεις που η αμοιβή αυτή καθορίζεται ποσοστιαία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του δικηγόρου παραμένει η ποσοστιαία υπολογιζόμενη. Και μετά την έκδοση του ν. 2753/1999, η προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων ποσοστιαία αμοιβή εξακολουθεί να παραμένει η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή και σ΄ αυτή συμπεριλαμβάνεται και η προεισπραττόμενη, που καθορίζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση του εν λόγω νόμου εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις, εφόσον βέβαια αυτή υπολείπεται της ποσοστιαίας. Αν, αντίθετα, από τον ποσοστιαίο υπολογισμό προκύπτουν μικρότερες αμοιβές από τις οριζόμενες στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, τότε υπερισχύουν οι τελευταίες. Ήτοι, με τις διατάξεις του ν. 2753/1999 δεν θίγονται οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων που προβλέπουν καταβολή δικηγορικής αμοιβής βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης, οι οποίες και εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά τροποποιήθηκε ο ως άνω Κώδικας μόνον όσον αφορά το ύψος των προεισπραττόμενων ελάχιστων αμοιβών, το οποίο πλέον καθορίζεται αποκλειστικά από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις (βλ. Πρακτικά της 5ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 21.3.2007, Πράξεις Ι Τμ. 152/2007, 173/2008)…. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 96 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει, προκύπτει ότι η παρακράτηση ποσοστού 10% από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο και, προκειμένου για τους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ποσοστού 12%, επί του ποσού της προεισπραττόμενης δικηγορικής αμοιβής, γίνεται σε βάρος του δικαιούχου δικηγόρου και όχι του εντολέα του.
      Ωστόσο, στις παραπάνω περιπτώσεις που απασχόλησαν το Ελεγκτικό Συνέδριο, το ποσοστό που παρακράτησε ο Δικηγορικός Σύλλογος επί της προεισπραττόμενης δικηγορικής αμοιβής ζητήθηκε από τον δικηγόρο επιπρόσθετα της αμοιβής του, ως έξοδο, με πίνακα αμοιβών και δαπανών, οπότε και κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο μη νόμιμη η καταβολή του. Σε καμία περίπτωση δεν συνάγεται από τις παραπάνω πράξεις ότι το ποσοστό αυτό θα πρέπει να αφαιρείται από την νόμιμη αμοιβή του δικηγόρου, δεδομένου ότι ο δικηγόρος το έχει ήδη καταβάλει, ως υποχρεούται. 
      
V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στην περίπτωση αμοιβής δικηγόρου σύμφωνα με την ΚΥΑ υπ' αριθμ. 1117864/ 2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β), δεν είναι νόμιμη η διενεργούμενη από ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ΟΤΑ αφαίρεση από τη νόμιμη αμοιβή των ποσών που ο δικηγόρος προκατέβαλε στον Δικηγορικό Σύλλογο σύμφωνα με τα εκδιδόμενα γραμμάτια προκαταβολής εξόδων και φόρων (υπέρ ΛΕΑΔ, Δικηγορικού Συλλόγου, ΤΕΑΔ και ΦΕΕ).

                                              Κομοτηνή, 14 Δεκεμβρίου 2011
                                          Η γνωμοδοτήσασα Δικηγόρος

                                              ZOYMΠΟΥΛΙΑ Κ.ΣΟΦΤΑ
                                                               ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.