Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 544 περ. 8 ΚΠολΔ (ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ) ΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 544 περ. 8 ΚΠολΔ  (ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ) 
ΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2001
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ 
ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


Δ Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α

1.     ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ.

2. ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ.

3.   ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

4.   Ο ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΙΙ. ΛΟΓΟΣ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗΣ
ΙΙΙ. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
     α. ΈΝΝΟΙΑ ΟΡΟΥ “ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ”
     β. ΕΠΙΣΤΗΡΙΚΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
     γ. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
                ΙV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ 
                V. ΣΧΕΣΗ ΑΡΘΡΟΥ 544 αρ. 8 ΜΕ 559 αρ.16 ΚΠολΔ
                 
5.     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 1. ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ.

Η δικαιοδοσία, ως συνολικό φαινόμενο της έννομης τάξης, αποτελεί το μέσο για την απονομή δικαιοσύνης και έγκειται στην επίλυση των διαφορών ως προς την επέλευση ή όχι εννόμων συνεπειών του ουσιαστικού δικαίου[1]. Η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια (άρθρο 87 Σ.) και δικαιοδοσία ονομάζεται η άσκηση της δικαστικής εξουσίας από τα δικαστήρια[2] ή άλλως η εξουσία των οργάνων του κράτους προς απονομή της δικαιοσύνης[3]. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά (άρθρο 93 §1 Σ.) και κατά συνέπεια η δικαιοδοσία διακρίνεται αντίστοιχα σε διοικητική, πολιτική και ποινική, με κριτήριο τον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου όπου εμφανίζονται οι διαφορές που άγονται προς δικαιοδοτική κρίση[4].
Η σχέση της διοικητικής με την πολιτική δικαιοδοσία διαγράφεται  στο άρθρο 94 του Συντάγματος. Εκεί γίνεται η κατανομή της δικαιοδοσίας μεταξύ των διοικητικών και των πολιτικών δικαστηρίων με κριτήριο τη διοικητική ή ιδιωτική φύση της διαφοράς. Έτσι, τα πολιτικά δικαστήρια επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, και τα διοικητικά δικαστήρια εκδικάζουν τις διοικητικές διαφορές, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τους κανόνες του διοικητικού και εν γένει του δημοσίου δικαίου[5].
Σύμφωνα με το άρθρο 2 ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 §1 ΚΔιοικΔ κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται: α) με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 5, να κριθούν παρεμπιπτόντως ζητήματα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν από τα ζητήματα αυτά εξαρτάται η επίλυση της ένδικης διαφοράς. Ενώ, λοιπόν, η κατανομή της δικαιοδοσίας αποκλείει κατ’ αρχήν την επέμβαση της μίας σε διαφορές ή υποθέσεις της άλλης, επιτρέπεται η παρεμπίπτουσα έρευνα των ανηκόντων σε άλλη δικαιοδοσία ζητημάτων. Πρόκειται για μία σχέση ανεξαρτησίας, όπου στα πλαίσια της κάθε δικαιοδοσίας απονέμεται δικαιοσύνη με την επίλυση των διαφορών που της έχουν ανατεθεί, ενώ κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις επιτρέπεται η εξέταση ζητημάτων της άλλης δικαιοδοσίας που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως και για τα οποία δεν έχει ήδη αποφανθεί το αρμόδιο κατά δικαιοδοσία δικαστήριο.
Εξετάζοντας το ζήτημα από την πλευρά της πολιτικής δικαιοδοσίας, που θα μας απασχολήσει στην παρούσα εισήγηση, τα πολιτικά δικαστήρια επιτρέπεται να εξετάσουν ζητήματα διοικητικής φύσης που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως, ωστόσο στη νομολογία παγιώθηκε η αντίληψη ότι η έκταση του παρεμπίπτοντος ελέγχου περιορίζεται στις κατά νόμο απαιτούμενες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις κύρους της διοικητικής πράξης. Συνεπώς ελέγχονται η αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου[6], η παράβαση ουσιώδους τύπου της τασσόμενης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας προς ενέργεια, η τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο όρων[7], η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εξειδίκευση των νομικών εννοιών, η έκδοση της πράξεως καθ’ υπέρβαση εξουσίας και η εναρμόνισή της προς το Σύνταγμα[8], η ύπαρξη επαρκούς ή όχι αιτιολογίας[9] και η ακρόαση του διοικουμένου[10]. Ο παρεμπίπτων έλεγχος όμως, δεν μπορεί να επεκταθεί και στην ουσιαστική κρίση των διοικητικών οργάνων ως προς την ύπαρξη ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου[11], και συνεπώς δεν ελέγχεται η πλάνη περί τα πράγματα[12], ούτε και η ελεύθερη εκτίμηση ή η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε τη διοικητική πράξη, εκτός να πρόκειται για περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος[13]Αυτά τα εξιδιασμένα διοικητικής φύσης ελαττώματα της διοικητικής πράξης υπόκεινται στον αποκλειστικό έλεγχο του φυσικού τους δικαστή, του διοικητικού δικαστηρίου[14].
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αντί για την παρεμπίπτουσα εξέταση το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκκρεμούς δίκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 249 ΚΠολΔ, κάτι που ενδείκνυται αν η διοικητική πράξη έχει ήδη προσβληθεί με ένδικο βοήθημα που δεν έχει ακόμη εκδικασθεί[15]. Παρομοίως, το άρθρο 3 ΚΔιοικΔ ορίζει ότι κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται:... β) να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, εφόσον δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τα συμφέροντα των διαδίκων, αν παρεμπίπτοντα ζητήματα πρόκειται να κριθούν με δύναμη δεδικασμένου σε δίκη, η οποία εκκρεμεί  στο κατά δικαιοδοσία αρμόδιο δικαστήριο.

2. ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ.

Στις περιπτώσεις που το πολιτικό δικαστήριο αντιμετωπίζει, ως προδικαστικό, ζήτημα που ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να το εξετάσει παρεμπιπτόντως σαν να επρόκειτο για ζήτημα της δικής του δικαιοδοσίας, με τη μόνη διαφορά ότι η κρίση του επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος δεν αποτελεί δεδικασμένο, καθώς το δικαστήριο δεν ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για αυτό (άρθρο 331 ΚΠολΔ)[16]. Στην περίπτωση όμως που έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, τα δεδομένα αλλάζουν και μένει να εξετασθεί κατά πόσο η «ανεξαρτησία» της κάθε δικαιοδοσίας διατηρεί τα στεγανά της. Είναι το πολιτικό δικαστήριο ελεύθερο να κρίνει διαφορετικά ή δεσμεύεται από την προηγηθείσα απόφαση του αρμόδιου κατά δικαιοδοσία δικαστηρίου;
Σύμφωνα με την αντίληψη που πηγάζει από την τελολογική θεώρηση των περί δεδικασμένου διατάξεων[17], ότι το δεδικασμένο ισχύει όχι μόνο εντός των πλαισίων της αυτής δικαιοδοσίας, αλλά ενώπιον πάσης δικαιοδοσίας και αρχής[18], καθώς θεωρείται αναμφισβήτητο ότι το δεδικασμένο δεν είναι ενέργεια της απόφασης που περιορίζεται σε μελλοντική δίκη, αλλά εκτείνεται και έναντι άλλων πολιτειακών αρχών[19],  και ότι εκ των συνταγματικών διατάξεων υφίσταται υποχρέωση μεταξύ των δικαστηρίων σεβασμού των αποφάσεων αυτών[20], τίθεται ένας φραγμός στην εξουσία των πολιτικών δικαστηρίων
 Το ότι η αντίληψη αυτή δεν θεωρείται δεδομένη προκύπτει από το γεγονός ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε τη ρύθμιση του άρθρου 5 ΚΔιοικΔ σύμφωνα με την οποία (§1) τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο σύμφωνα με  όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις, ενώ η δεύτερη παράγραφος ορίζει ότι τα δικαστήρια δεσμεύονται  επίσης από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ισχύουν έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των  ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη. Η κεντρική ιδέα της ρύθμισης αυτής είναι πως η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που ισχύει έναντι όλων κατά λογική και νομική αναγκαιότητα δεσμεύει και τα διοικητικά δικαστήρια[21].
 Αντίστοιχη ρύθμιση για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων άλλων Δικαστηρίων στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν υφίσταται. Ωστόσο, όταν η απόφαση άλλου δικαστηρίου ισχύει έναντι όλων, τότε δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια. Το παραπάνω συμβαίνει στην περίπτωση των αποφάσεων με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (άρθρο 196 ΚΔιοικΔ),  καθώς και στην περίπτωση της απόφασης που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως και απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, είτε πρόκειται για κανονιστική, είτε για ατομική (άρθρο 50 §1 π.δ. 18/1989). Πρόκειται για διαπλαστικές αποφάσεις που προβαίνουν στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης με αποτέλεσμα που βαίνει επί του πεδίου του δικαίου στο οποίο ανήκει η πράξη δημιουργώντας νέο νομικό καθεστώς, το οποίο δεν δύναται παρά να ισχύει έναντι όλων και συνεπώς παράγουν δεσμευτική ισχύ και για τα πολιτικά δικαστήρια[22].
Δεδικασμένο που δημιουργείται και για την πολιτική δικαιοσύνη ως προς διοικητικής φύσης ζητήματα που κρίθηκαν στην διοικητική δικαιοσύνη έχουμε μόνο όσον αφορά στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού σύμφωνα με το άρθρο 50 § 5 του π.δ. 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας” οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο. Με τη ρύθμιση αυτή καθιερώνεται δεδικασμένο όχι μόνο στην ίδια δικαιοδοσία, αλλά και ενώπιον κάθε δικαιοδοσίας και αρχής[23].
Ωστόσο, γίνεται δεκτό τόσο στη θεωρία[24], όσο και στη νομολογία[25] ότι οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο το οποίο δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον εμφανίζεται ενώπιόν τους, ως προδικαστικό ζήτημα, το ζήτημα διοικητικής φύσης που κρίθηκε από το διοικητικό δικαστήριο[26], και συνεπώς επιβάλλεται η θεμελίωση της πολιτικής απόφασης στα ήδη κριθέντα, χωρίς έρευνα της ουσιαστικής τους ορθότητας. Και είναι μεν σωστό ότι το δεδικασμένο, όταν υπάρχει ταυτότητα προσώπων και αντικειμένου της δίκης και έχει την ίδια νομική και ιστορική αιτία, θα πρέπει να αναδίδει τις συνέπειές του όπου και όταν συναντά αυτά τα ίδια πρόσωπα[27], ωστόσο δεν μπορεί η κρίση για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων της πολιτικής δικαιοδοσίας στην διοικητική δικαιοδοσία να γίνεται με άλλα μέτρα και σταθμά, και οι αποφάσεις αυτές απλώς να αποτελούν μέσα απόδειξης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν την εξουσία να κρίνουν αντιθέτως, αιτιολογώντας ειδικώς την αντίθετη κρίση τους[28]. Η λύση θα πρέπει να είναι ενιαία και να δοθεί με νομοθετική παρέμβαση, ώστε να μην καθίσταται απαραίτητη η επίκληση επισφαλών γενικών αρχών για τη θεμελίωση της.

3. ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν δεσμεύεται από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν θα την αγνοήσει, αλλά θα την λάβει ως αφετηρία της δικής του πορείας, μιας και θα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της δικής του κρίσης[29]. Θεωρώντας αυτή τη σχέση των δύο δικαιοδοσιών ως μορφή εξάρτησης[30], τότε ειδική περίπτωση απεξάρτησης της πολιτικής δικαιοδοσίας από την επίδραση απόφασης της διοικητικής δικαιοδοσίας αποτελεί η ρύθμιση του άρθρου 544 περ.8 ΚΠολΔ. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι “αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο ... 8) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται.”
Συνεπώς, όταν η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου (εξάρτηση), μετά την τελευταία συζήτηση ανατραπεί αμετάκλητατότε η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, να εξαφανιστεί και να ακολουθήσει εκ νέου η έρευνα της ουσίας της διαφοράς (άρθρο 549 ΚΠολΔ), χωρίς να τίθεται πλέον η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στη βάση της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου (απεξάρτηση).

4.    Ο ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΑ
         
Ως λόγος αναψηλάφησης η διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 544 ΚΠολΔ εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο με τον α.ν. 44/1967 (άρθρο 562 αριθ. 8)[31] κατά μεταφορά κυρίως από τη διάταξη του άρθρου 580 αριθ.6 γερμΠολΔ[32] και του άρθρου 530 της αυστριακής δικονομίας[33] και έλαβε την τελική της διατύπωση με την τροποποίηση του ν.δ. 958/1971 άρθρο. 41 ΙΙ[34].
          Αρχικά, κατά την εισηγητική έκθεση επί του διαγράμματος της σύνταξης νέας Πολιτικής Δικονομίας, ο εισηγητής Γεώργιος Ράμμος πρότεινε την εισαγωγή του εν λόγω λόγου αναψηλάφησης που αναγνωριζόταν στις “νεώτερες” Δικονομίες (γερμανική, αυστριακή κλπ), ως λόγο αναίρεσης[35], ωστόσο η Επιτροπή έκρινε αντίθετα και αποφάσισε να ορισθεί ως λόγος αναψηλάφησης[36]. Κατά τα λοιπά, ο λόγος αυτός αναψηλάφησης δεν απασχόλησε ιδιαίτερα το νομοθέτη.

ΙΙ. ΛΟΓΟΣ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗΣ
         
 Από πλευρά νομοθετικής πολιτικής, η σημασία των ενδίκων μέσων έγκειται κυρίως στην ενίσχυση των εγγυήσεων προς έκδοση ορθών αποφάσεων.[37] Ως προς τα έκτακτα ένδικα μέσα, ναι μεν η τελεσιδικία της απόφασης έχει αποστολή να δημιουργήσει σταθερότητα στον έννομο βίο και να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη, την βεβαιότητα του δικαίου και την αυθεντία των δικαστικών αποφάσεων[38], ωστόσο μια τέτοια  σταθερότητα δικαιολογείται τότε μόνο, όταν η δικαστική απόφαση είναι δίκαιη[39]. Με το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης ανατρέπεται η ελαττωματική δικαστική απόφαση και επανεξετάζεται η ουσία της υπόθεσης, προς αποφυγή των πλανών ή παραλείψεων του δικαστή ή των διαδίκων που εμφιλοχώρησαν κατά την πρώτη δίκη και προκάλεσαν ανωμαλία η οποία κλονίζει εμφανώς την πραγματική βάση της απόφασης, σε σημείο ώστε το περί δικαίου συναίσθημα να μην ανέχεται την ακαμψία του δεδικασμένου[40].
Η αναψηλάφηση αποβλέπει είτε στην κήρυξη χονδροειδών ακυροτήτων της διαδικασίας, είτε στην αποκατάσταση της νοθευμένης πραγματικής και αποδεικτικής βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή και στις δύο περιπτώσεις κλονίζεται η αυθεντία του δεδικασμένου[41]. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν εκείνες οι ακυρότητες που οφείλονται στην παράβαση των πιο θεμελιακών κανόνων του δικονομικού δικαίου, όπως είναι η έκδοση αντιφατικών τελεσίδικων αποφάσεων ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και για την ίδια διαφορά, όπως επίσης η διεξαγωγή της δίκης εναντίον προσώπου το οποίο είχε εκπροσωπηθεί από ψευδοαντιπρόσωπο, παραβάσεις που αγνοούσε το δικαστήριο και δεν μπορούσε να προλάβει. Στην δεύτερη περίπτωση η αποδεικτική βάση της απόφασης είναι προδήλως λαθεμένη, όπως στην περίπτωση που ο ηττημένος διάδικος ανυπαίτια παρεμποδίσθηκε να προσκομίσει τα κρίσιμα αποδεικτικά του μέσα ή να κλονίσει την ενέργεια των νόθων αποδεικτικών μέσων που είχε προσκομίσει ο αντίδικός του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι λόγοι αναψηλάφησης διακρίνονται σε λόγους ακυρότητας της διαδικασίας και σε λόγους αποκατάστασης της αποδεικτικής βάσης της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης[42].
Στις περιπτώσεις των λόγων αποκατάστασης, η ανωμαλία αφορά την βάση στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση, οπότε και καθίσταται προφανής η έλλειψη ορθότητας της συζήτησης, ώστε να αποβαίνει αναγκαία η εκ νέου διεξαγωγή της[43]. Ο όγδοος λόγος αναψηλάφησης καθιερώθηκε ως λόγος αποκατάστασης με βάση ακριβώς αυτήν την λογική, ότι υφίσταται ανωμαλία της πραγματικής βάσης της τελεσίδικης απόφασης από τη στιγμή που αυτή εξαφανίστηκε εκ των υστέρων αμετάκλητα[44], ανωμαλία η οποία μάλιστα είναι αντικειμενικά δεδομένη, εφόσον το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση  δεν ήταν δυνατόν να λάβει υπόψη του την εκ των υστέρων ανατροπή της πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής απόφασης πάνω στην οποία στηρίχθηκε [45]

ΙΙΙ. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
α. ΈΝΝΟΙΑ ΟΡΟΥ “ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ”

          Απαραίτητη προϋπόθεση για να συντρέχει ο όγδοος λόγος της αναψηλάφησης είναι η προσβαλλόμενη απόφαση να «στηρίζεται» σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Αυτό συμβαίνει οπωσδήποτε όταν η προσβαλλόμενη δεσμευόταν από το δεδικασμένο της απόφασης που ανατράπηκε κατόπιν[46], και επέλυσε την διαφορά με βάση το ουσιαστικό δεδικασμένο που απέρρεε από εκείνη[47]
Στο γερμανικό δίκαιο γίνεται δεκτό, ότι ο λόγος αυτός συντρέχει ακόμη και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεώρησε ότι δεσμεύεται από την προηγούμενη απόφαση που εκ των υστέρων ανατράπηκεαφού δεν θεωρείται απαραίτητο να ήταν εκείνη νομικά δεσμευτική, αρκεί απλώς να χρησιμοποιήθηκε ελεύθερα ως αποδεικτικό μέσο, και η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών να βασίστηκε ουσιωδώς σε εκείνη[48]. Αρκεί δηλαδή απλώς να επηρέασε κατά οποιονδήποτε τρόπο την κρίση της, ενώ δεν αρκεί η απλή αναφορά της απόφασης στην ελάσσονα πρόταση της προσβαλλομένης[49]. Η άποψη αυτή έγινε δεκτή από τους ελληνικούς θεωρητικούς νομικούς κύκλους[50]δεδομένου ότι η διάταξη εισήχθη από το γερμανικό δίκαιο και ο νομοθέτης επέλεξε να διατηρήσει τον όρο (gegründet ist), σε αντιδιαστολή μάλιστα με την έκφραση «δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο» που χρησιμοποιείται στον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης (άρθρο 559 αριθ.16 ΚΠολΔ)[51]. Μάλιστα, ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται στο ίδιο άρθρο, στον λόγο αναψηλάφησης με αριθμό 6[52] και αναφέρεται σε ψευδείς καταθέσεις και πλαστά έγγραφα, σε αποδεικτικά μέσα που επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου και επέδρασαν στην έκβαση της δίκης[53], δε νοείται συνεπώς μέσα στα πλαίσια της ίδιας ενότητας να προσδίδεται στον ίδιο όρο άλλο νόημα.
          Και η νομολογία ασχολήθηκε με την έννοια του όρου «στηρίχθηκε», χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, αναφέροντας απλώς την διαπίστωση ότι η απόφαση θεωρείται ότι στηρίχθηκε στην ανατραπείσα, όχι μόνο όταν δεσμεύθηκε από το δεδικασμένο της, αλλά και όταν η τελευταία στην ενδοδιαδικαστική λειτουργία της ενήργησε διαπλαστικά στο δικονομικό πεδίο ιδρύοντας δυνατότητες και βάρη δεσμευτικά για τους διαδίκους με συνέπεια το δικαστήριο να στήριξε την απόφασή του στην διαπλαστική αυτή ενέργεια, την δημιουργική της εξουσίας του προς επίλυση της διαφοράς [54]. Γίνεται αντιληπτό ότι και η νομολογία τείνει προς μία ευρεία θεώρηση της έννοιας «στηρίζεται»,  με συνέπεια να διευκολύνεται η απεξάρτηση από μεταγενέστερα ανατραπείσα δικαστική απόφαση και να πληθαίνουν οι περιπτώσεις όπου το δικαστήριο της αναψηλάφησης καλείται να εξετάσει εκ νέου την ουσία της υπόθεσης χωρίς να την λαμβάνει υπόψη.
          Στο γερμανικό δίκαιο αναψηλάφηση (Restitutionsklage) χωρεί και όταν οι νομικές εκτιμήσεις (rechtliche Erwägungen) της μετέπειτα ανατραπείσας απόφασης υπήρξαν με οποιονδήποτε τρόπο καθοριστικές για την προσβαλλόμενη[55], κάτι που στα πλαίσια μιας ευρύτερης αντίληψης του όρου «στηρίζεται» θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υποστηρίζεται και στο δίκαιο μας[56]. Ωστόσο, δεν είναι χωρίς επιχειρήματα ο αντίλογος ότι ο λόγος αναψηλάφησης δεν συντρέχει όταν η προσβαλλόμενη είχε στηριχθεί στις νομικές εκτιμήσεις εκείνης που εξαφανίστηκε, εφόσον, αν οι νομικές αυτές εκτιμήσεις είναι εσφαλμένες, κατά το ελληνικό δίκαιο συντρέχει λόγος αναίρεσης και της δεύτερης απόφασης κατά τα άρθρα 559 αρ.1 ή 560 αρ. 1 ΚΠολΔ[57]. Η δεύτερη αυτή άποψη είναι ορθότερη, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο δικαστής είναι λειτουργικά ανεξάρτητος και αδέσμευτος στην κρίση του και δικαιούται ελεύθερα να επιλέξει, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον κατάλληλο κανόνα δικαίου[58]. Οι νομικές του εκτιμήσεις, είτε είναι προϊόν δικής του νοητικής επεξεργασίας, είτε περιέχονται σε άλλη δικαστική απόφαση την οποία έθεσε στη βάση της δικής του απόφασης, με το να τις συμπεριλάβει στον δικανικό του συλλογισμό καθίστανται δικές του νομικές εκτιμήσεις, και αν είναι εσφαλμένες, ο τρόπος προστασίας του θιγόμενου διαδίκου είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση και δεν υπάρχει λόγος για διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με την αρχική πηγή των νομικών εκτιμήσεων.
         
β. ΕΠΙΣΤΗΡΙΚΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

          Το άρθρο 544 αρ.8 ΚΠολΔ απαιτεί για τη συνδρομή του η προσβαλλόμενη να στηρίχθηκε σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίουΣύμφωνα με την ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως απόφαση πολιτικού δικαστηρίου νοείται και η κατά τις διατάξεις των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαιτητική απόφαση, αφού οι διαιτητές έχουν την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προς επίλυση της διαφοράς με δύναμη δεδικασμένου (896 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια της σχετικής συμφωνίας των μερών που αναγνωρίζεται από το νόμο[59]. Πράγματι, η διαιτητική απόφαση από πλευράς αποτελεσμάτων έχει προεξάρχον το δικονομικό στοιχείο, αφού λειτουργικά είναι πλήρες υποκατάστατο της δικαστικής απόφασης[60]. Αναπτύσσει δεσμευτικότητα, όπως και η δικαστική απόφαση, και εφόσον εμπεριέχει καταδίκη του εναγόμενου, περιβάλλεται με εκτελεστότητα (904§ΚΠολΔ), συνεπώς εμφανίζει σαφή δικαιοδοτικά γνωρίσματα, αν και κατά τη φύση της παραμένει μια πράξη ιδιωτών, της οποίας το κύρος συνδέεται, και μάλιστα συναρτάται άμεσα με το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας (897 αριθ.1 ΚΠολΔ)[61].
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διαιτητική απόφαση δεν νοείται ως απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, αλλά είναι λειτουργικά ισοδύναμη με αυτήν ως προς τα αποτελέσματα της στην επίλυση των διαφορών ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, ναι μεν το συμπέρασμα είναι δικαιοπολιτικά ορθό και το άρθρο 544 αρ.8 ΚΠολΔ θα πρέπει να εφαρμόζεται και στην περίπτωση της διαιτητικής απόφασης, ωστόσο θα πρέπει να μιλάμε για ανάλογη εφαρμογή του νόμου και για ερμηνευτική διεύρυνση του όγδοου λόγου αναψηλάφησης, κάτι που θεωρείται ανεπίτρεπτο λόγω του ειδικού και εξαιρετικού χαρακτήρα της διάταξης[62].
Για ανάλογη εφαρμογή του νόμου έχει γίνει λόγος και στην περίπτωση των εκτελεστών διοικητικών πράξεων διοικητικού οργάνου. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι η ακύρωση ή ανάκληση διοικητικής πράξης, έστω και δεσμευτικής, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο. Η νομολογία αντιμετώπισε την περίπτωση απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων (άρθρο 71 Αγροτικού Κώδικα), η οποία δεν θεωρήθηκε απόφαση διοικητικού δικαστηρίου και συνεπώς η αίτηση αναψηλάφησης απορρίφθηκε. Σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση ως διοικητικό δικαστήριο νοείται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όργανο που δρα ανεξάρτητα από την διοικητική ιεραρχία, στο οποίο ανατίθεται από το νόμο η επίλυση διοικητικής διαφοράς με δύναμη δεδικασμένου, κατά την εκδίκαση της οποίας το Δημόσιο επέχει θέση απλού διαδίκου, γνωρίσματα που δεν συγκέντρωνε  η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, η οποία είναι συλλογικό διοικητικό όργανο[63]. Ούτε τα διαιτητικά διοικητικά δικαστήρια, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, που είχαν συσταθεί με το νόμο 3239/1955[64], ήταν διοικητικά δικαστήρια, παρά την ονομασία τους, αλλά συλλογικά όργανα της διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων επείχαν θέση συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τις οποίες ο υπουργός απασχόλησης μπορούσε να επικυρώσει, τροποποιήσει ή ακυρώσει. Συνεπώς, οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν κανένα κοινό με τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, αφού στα διαιτητικά διοικητικά δικαστήρια δεν υποβαλλόταν διοικητική διαφορά προς επίλυση, ούτε αυτά ασκούσαν δικαιοδοσία με δύναμη δεδικασμένου, αλλά επρόκειτο για διοικητικές πράξεις[65].
Οι παραπάνω αποφάσεις έκριναν ορθά, αφού η επιστηρικτική απόφαση δεν ήταν απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, όπως απαιτεί ρητά ο νόμος. Ωστόσο, με βάση τη σκέψη ότι η αναψηλάφηση δικαιολογείται αν η προσβαλλόμενη είχε δεχθεί ότι δεσμεύεται από την διαπλαστική ενέργεια της απόφασης που ανατράπηκε αμετάκλητα και ότι διαπλαστική ενέργεια έχουν και οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, δημιουργήθηκε προβληματισμός γύρω από το εάν θα έπρεπε αναψηλάφηση να συγχωρείται και στην τελευταία περίπτωση[66]. Στον προβληματισμό συνέτεινε και η θετική αντιμετώπιση του ζητήματος από τη γερμανική νομολογία και θεωρία, όπου έγινε δεκτή η αναλογική εφαρμογή του αντίστοιχου λόγου αναψηλάφησης στην περίπτωση των διοικητικών πράξεων, με διάσταση όμως των διαφόρων απόψεων για τις προϋποθέσεις[67], και εφαρμόσθηκε στην πράξη στην περίπτωση της  αναγνώρισης του ανενεργού ενός υποδείγματος χρησιμότητας (Gebrauchsmuster)[68], της ανάκλησης της συναίνεσης της αρμόδιας υπηρεσίας πρόνοιας (Hauptfürsorgestelle) για την απόλυση ατόμου με ειδικές ανάγκες[69] και σε λοιπές παρόμοιες περιπτώσεις.
Στις περιπτώσεις που το πολιτικό δικαστήριο έθεσε στη βάση της απόφασής του μία εκτελεστή διοικητική πράξη με διαπλαστική ενέργεια, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε, και κατά συνέπεια η δικαστική απόφαση στηρίζεται σε ανύπαρκτα θεμέλια, φαίνεται να προκύπτει νομοθετικό κενό, με συνέπεια την αναποτελεσματική προστασία του θιγόμενου μέρους. Ωστόσο, οι υψηλές δικονομικές αξίες, τις οποίες εγκολπώνει το δεδικασμένο, επέβαλαν την αυξημένη αντοχή του ακόμη και έναντι του ισχυρισμού περί δόλιας επίτευξής του, και ο νόμος ανέχεται μόνο συγκεκριμένες ρωγμές στη συμπαγή και ακλόνητη δεσμευτικότητα του[70]. Η απαρίθμηση των λόγων αναψηλάφησης είναι περιοριστική και ο κάθε λόγος συγκεκριμένος και σαφώς οριοθετημένος. Ο νομοθέτης δεν μιλάει γενικά για μεταγενέστερη ανατροπή της όποιας βάσης  της προσβαλλόμενης απόφασηςαλλά απαιτεί την αμετάκλητη ανατροπή δικαστικής απόφασης, με τις εγγυήσεις που η δικαιοδοτική λειτουργία θέτει για μια τέτοια ανατροπή, αλλά και δίνοντας την εντύπωση πως μόνο μια δικαστική απόφαση μπορεί να αποτελέσει κατάλληλη βάση στην οποία θα στηριχθεί η απόφαση του πολιτικού δικαστή. Η ισχύς μιας δικαστικής απόφασης, η οποία εξαρχής ήταν  ανεξάρτητη και αδέσμευτη από την όποια διοικητική πράξη, δεν μπορεί να εξαρτάται από την μεταγενέστερη διαπλαστική μεταβολή πράξεων της Διοίκησης[71].

γ. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

          Ενώ στην αρχική του διατύπωση το άρθρο 544 αρ. 8 ΚΠολΔ απαιτούσε τελεσίδικη ανατροπή της επιστηρικτικής απόφασης, μετά την τροποποίηση του ν.δ. 958/1971 απαιτείται αμετάκλητη ανατροπή της, δηλαδή με δικαστική απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε κανένα ένδικο μέσοΈτσι, ο όγδοος λόγος αναψηλάφησης εναρμονίσθηκε με τον έκτο, που απαιτεί επίσης αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Η τροποποίηση επιβαλλόταν από το σκοπό και την ουσία της ρύθμισης, ακριβώς για να στηρίζεται το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης σε θεμέλιο ακλόνητο, που δεν θα μπορούσε να τεθεί αργότερα εκποδών[72]
           Η  απόφαση πρέπει να ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διατύπωση προκύπτει ότι δεν απαιτείται να επήλθε η ανατροπή μετά την τελευταία συζήτηση, αρκεί να κατέστη αυτή αμετάκλητη μετά το χρονικό αυτό σημείο. Ανατροπή σημαίνει την εξαφάνιση της απόφασης με λειτουργία ex tunc, γιατί διαφορετικά δεν τίθεται θέμα αναψηλάφησης της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου, της οποίας η βάση ήταν ορθή κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και μεταβλήθηκε εκ των υστέρων[73]. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις όπου η ανατροπή έχει αναδρομικά αποτελέσματα, με εναρκτήριο σημείο όμως μετά την τελευταία συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη[74]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας (758ΚΠολΔ), ενεργούσα ex nunc (εκτός από τις περιπτώσεις που η ίδια η απόφαση ορίζει το αντίθετο), δεν συνιστά ανατροπή[75]. Η ανατροπή της απόφασης επί της οποίας είχε στηριχθεί η προσβαλλόμενη, αποδεικνύεται με την απόφαση η οποία την ανέτρεψε[76].
           
ΙV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ

          Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η αναψηλάφηση είναι παραδεκτή, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (στην περίπτωση του λόγου με αριθμό 8 η προθεσμία  ΚΠολΔ αρχίζει από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την αναψηλάφηση έμαθε την απόφαση που ανατράπηκε- 545 §3στ ΚΠολΔ, και μάλιστα ότι αυτή κατέστη αμετάκλητη[77]) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, εξετάζει τους λόγους της, και αν θεωρήσει κάποιον από αυτούς παραδεκτό και βάσιμο, τη δέχεται και εξαφανίζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει την ουσία της υπόθεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση (549 §1 ΚΠολΔ). Αν συνεπώς συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις εφαρμογής του όγδοου λόγου, το δικαστήριο της αναψηλάφησης εξαφανίζει την προσβαλλόμενη και εξετάζει ξανά την ουσία της υπόθεσης. Το γεγονός ότι η ανατραπείσα δικαστική απόφαση τίθεται εκποδών, δεν εξασφαλίζει στον διάδικο που άσκησε την αναψηλάφηση διαφορετική απόφανση του δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση, αν υποβληθεί αίτηση, διατάζει με την απόφαση που δέχεται την αναψηλάφηση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης η οποία εξαφανίσθηκε (550 ΚΠολΔ), και αν πρόκειται για επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, θεμελιώνεται ανακοπή κατά της εκτέλεσης, λόγω εξαφάνισης του εκτελεστού τίτλου[78].

V. ΣΧΕΣΗ ΑΡΘΡΟΥ 544 αρ. 8 ΜΕ 559 αρ.16 ΚΠολΔ

Η διάταξη του άρθρου 544 αρ.8 ΚΠολΔ, πρέπει να συνδυαστεί προς τον λόγο αναίρεσης με αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν δηλαδή το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη[79]Ο λόγος αυτός διαφέρει από τον λόγο αναψηλάφησης, διότι αφορά αποκλειστικά το θέμα του δεδικασμένου και προϋποθέτει κρίση επ’ αυτού[80]. Ωστόσο, ο αναιρετικός λόγος κατά το τμήμα που αφορά την κρίση ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο, φαίνεται να καλύπτεται από τον λόγο αναψηλάφησης με αριθμό 8, μολονότι η αναίρεση επιδιώκει άλλο σκοπό από εκείνον της αναψηλάφησης, δηλαδή τον έλεγχο των νομικών σφαλμάτων των τελεσίδικων αποφάσεων [81].
Το πρόβλημα δημιουργείται από την διατύπωση του άρθρου 559 αρ.16. Αν θεωρηθεί πως η φράση «κατά παράβαση του νόμου» αφορά μόνο τις δύο πρώτες περιπτώσεις  της διάταξης, γιατί  διαφορετικά η τρίτη περίπτωση (ότι υπάρχει δεδικασμένο από απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη) θα καλυπτόταν από την πρώτη (ότι υπάρχει δεδικασμένο), τότε το τρίτο τμήμα του αναιρετικού λόγου καθίσταται ξένο σώμα μέσα στο αναιρετικό σύστημα και πρέπει να αποδοθεί σε παράβλεψη του νομοθέτη, ο οποίος επανέλαβε την διάταξη του άρθρου 807 αρ. 13 ΠολΔ 1835, λησμονώντας ότι ο αναιρετικός αυτός λόγος καλύπτεται ήδη από τον όγδοο λόγο αναψηλάφησης και παραβλέποντας ότι η παραδοχή ενός αναιρετικού λόγου προϋποθέτει την απόδοση νομικού σφάλματος στην προσβαλλόμενη απόφαση[82].  
Από την θέση της φράσης «κατά παράβαση του νόμου» στην αρχή της διάταξης και μάλιστα πριν από το κυρίως ρήμα, και από τον σκοπό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που είναι η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω παράβασης κανόνα δικαίου[83], θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η φράση αφορά όλες τις περιπτώσεις της διάταξης και συνεπώς να δεχτούμε ότι μιλάμε για κατά παράβαση του νόμου αποδοχή του δεδικασμένου, όταν η εξαφάνιση ή η αναγνώριση ως ανύπαρκτης της απόφασης έγινε πριν από την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης. Διότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης δίνεται στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κάθε μια  από τις  οποίες αποδίδει  μομφή  στην προσβαλλόμενη  απόφαση  ότι υπέπεσε  σε κάποιο  σφάλμα  κατά την διαμόρφωση  του δικανικού συλλογισμούΤούτο  όμως δεν   μπορεί να  γίνειόταν η ανατροπή  του δεδικασμένου έγινε μετά την έκδοσή της[84].
          Ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ωστόσο ότι ο παραπάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται κι όταν ακόμη η εξαφάνιση της απόφασης στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη για να συνάγει το δεδικασμένο έγινε μετά την τελευταία συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η  απόφαση που προσβάλλεται[85], προϋπόθεση που δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ.8 ΚΠολΔ. Παρόλο που στην απόφαση αναφέρεται η φράση “κατά παράβαση του νόμου”, μοναδική αιτιολογία αυτής της άποψης είναι ότι η αναίρεση στην περίπτωση αυτή είναι συνέπεια της εκ του άρθρου 579 §1 ΚΠολΔ αρχής της αποκατάστασης των διαδίκων στην πριν από την αναιρεθείσα απόφαση κατάσταση[86]. Ο ισχυρισμός αυτός ξεκινάει από λανθασμένη βάση, αφού η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε είναι συνέπεια της αναίρεσης και όχι το αντίθετο. Ο σκοπός της αποκατάστασης της ανατραπείσας βάσης της προσβαλλόμενης εξυπηρετείται από το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης και μόνο για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, και η περίπτωση της αποδοχής δεδικασμένου από απόφαση που εξαφανίσθηκε μετά την άσκηση ενδίκου μέσου καλύπτεται από  τον όγδοο λόγο αναψηλάφησης και δεν καταλείπεται νομοθετικό κενό προς κάλυψη.
          Η διατύπωση του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ είναι και με την δεύτερη εκδοχή προβληματική, αφού παραμένει να απαντηθεί γιατί η τρίτη περίπτωση της διάταξης δεν συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη και επαναλαμβάνεται εξειδικευμένα, και μόνο για λόγους έμφασης μπορεί να δικαιολογηθεί η διατήρησή της ή να αποδοθεί όντως σε παράβλεψη του νομοθέτη, σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να καταργηθεί[87]
           
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σύμφωνα με την ανάπτυξη που προηγήθηκε κατέστη σαφές ότι ο όγδοος λόγος αναψηλάφησης εξασφαλίζει την λειτουργία και τα αποτελέσματα της ανατροπής μιας απόφασης η οποία επιτεύχθηκε στα πλαίσια μιας άλλης διαδικασίας και στην πολιτική δίκη[88]. Η ανατροπή της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, με την προϋπόθεση ότι η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου είχε στηριχθεί σε αυτήν και ότι ασκήθηκε αίτηση αναψηλάφησης, καθιστά το δικαστήριο της αναψηλάφησης υποχρεωμένο να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τον τρόπο αυτό, ενώ η πολιτική δικαιοδοσία «απεξαρτητοποιείται» από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στην οποία είχε στηριχθεί, και συνεπώς κατά μία έννοια είχε εξαρτηθεί από αυτήν, παράλληλα η «απεξάρτηση» αυτή είναι συνέπεια της εξάρτησης από την μεταγενέστερη απόφαση που ανατρέπει την αρχική, εξάρτηση πιο άμεση, αφού το δικαστήριο της αναψηλάφησης εξετάζει απλώς αν υπάρχει αμετάκλητη ανατροπή της διοικητικής απόφασης και δεν δικαιούται να ερευνήσει  την ορθότητα της ανατροπής. Είτε λοιπόν μιλήσουμε για απεξάρτηση, είτε για εξάρτηση, ο όγδοος λόγος αναψηλάφησης είναι μια εκδήλωση της επίδρασης της διοικητικής δικαιοδοσίας πάνω στην πολιτική, με αντίστροφη μορφή της επίδρασης αυτής την ρύθμιση του άρθρου 103 §1γ ΚΔιοικΔ.   


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον δικαιοσύνης : Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ’, Αθήναι 1951.

Δαγτόγλου Π.Δ.: Γενικό Διοικητικό δίκαιο, γ’ έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή 1992.

Καλαβρού Κων/νου Φ.: Δίκαιο της Διαιτησίας, Ι. Εσωτερική διαιτησία, τευχ. α’, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.

Καλαβρού Κων/νου Φ.: Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της ΔιαιτησίαςΑθήνα-Κομοτηνή 1988.

Κεραμεύς Κ.Δ.: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1986.

Κεραμεύς Κ.Δ.: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, β’ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1983.

Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας: Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ι 1-590, Εκδόσεις Σάκκουλα 2000.

Κρίτζα Ιωάννη Π.: Διεθνής και εσωτερική δικαιοδοσία κατά τον Νέον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήναι 1973.

Κωστάκου Π.-Νικολόπουλου Γ.:Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Συμπλήρωμα Συλλογής Νομολογίας 1985-1990, Τόμος Α’, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.

Μπέη Κωνσταντίνου Ε.:  Πολιτική Δικονομία, Γενικές Αρχές και ερμηνεία των άρθρων, ΙΙα Διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (άρθρα 208-494) Αθήναι 1974 και ΙΙΙ Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), Αθήνα 1976.

Μπέη Κωνσταντίνου Ε.: Οι λόγοι αναψηλαφήσεως και η ερμηνευτική διεύρυνσις αυτών, Αθήναι 1966.

Μπέη Κώστα: Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, Ένδικα μέσα και ανακοπές, Αθήνα 1983.

Ράμμου Γεωργίου Θ.: Εισηγήσεις Αστικού Δικονομικού Δικαίου (Κατά τον ΚΠολΔ), τεύχ. Α’, Αθήναι 1969.

Ράμμου Γεωργίου Θ.: Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τόμος α’, Αθήναι 1978.

Σκουρή Βασίλειου: Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, Θεσσαλονίκη 1991.

Σταυρόπουλου Σταύρου Ι.: Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (κατ’ άρθρον), Αθήναι 1969.

Baumbach Adolf: Zivilprozeßordnung, mit Gerichtsverfassungsgesetz und anderen Nebengesetzen, Aufl.44, München 1986.

Fasching Hans W.: Kommentar zu den Zivilprozeßgesetzen, IV Band, Zivilprozeßordnung §§ 461-602, Wien 1971.

Gaul Hans Friedhelm: Die Grundlagen des Wiederaufnahmerechts und die Ausdehnung der Wiederaufnahmegründe, Verlag Bielefeld, 1956.

Lüke Gerhard - Walchshöfer Alfred: Münchener Kommentar zur Zivilprozeßordnung, mit Gerichtsverfassungsgesetz und Nebengesetzen, Band 2, §§ 355-802, München 1992.

Rosenberg Leo - Schwab Karl Heinz: Zivilprozeßrecht, Aufl.14, München 1986.

Stein-Jonas: Zivilprozeßordnung, Dritter Band §§ 511-703d, Aufl.20, Tübingen 1977.

Zöller Richard: Zivilprozeßordnung mit Gerichtverfassungsgesetz und den Einführungsgesetzen, mit Internationalem Zivilprozeßrecht, Kosten-anmerkungen, Aufl.19, Verlag Dr.Otto Schmidt, Köln



[1] Βλ. Καλαβρό Κ., Θεμελιώδη ζητήματα του Δικαίου της Διαιτησίας, 1988, σ.13επ.
[2] Καρράς Α., Ποινικό δικονομικό Δίκαιο,1993, σ.82.
[3] Ράμμος Γ., Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, §15 V, σ.27. 
[4] Κεραμεύς Κ., Αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, § 6 ΙΙ, σ.29.  
[5] Σκουρής Β., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, §52, σ.64-66.
[6] ΜονΠΘηβ 90/1999, ΑρχΝ 1999, σ.389.
[7] ΟλομΑΠ 447/1984, ΝοΒ 1985, σ.59.
[8] ΑΠ 945/1975, ΝοΒ 1976, σ.261, ΑΠ 1452/1998, ΕλλΔ 1998, σ. 1612.
[9] ΑΠ 1631/1987, ΕΕΝ 1988, σ.857.
[10] ΑΠ 1077/1978, ΝοΒ 1979, σ.783.
[11] ΑΠ 1017/1993, ΕλλΔ 1994, σ.1551, ΑΠ 225,226/1998, ΕλλΔ 1998 σ.1576,1577
[12] ΑΠ 477/ 1971, ΑρχΝ 1971, σ. 818 αντίθ. ΕφΠατρ 285/1981, ΝοΒ 1982, σ.837 και Πόθος Δ, Έλεγχος των διοικητικών πράξεων υπό των πολιτικών δικαστηρίων, ΕΕΝ 1966, σ.656επ.
[13] ΑΠ 997/1983, ΕλλΔνη 1984, σ. 347,  ΑΠ 504/1990, ΕΕΝ 1991, σ.99.
[14] Κεραμεύς Κ., Αστ.Δικον.Δικ. Ι, § 22 VI, σ. 103.
[15] ΜονΠΘεσ 738/1970, Αρμ 1970, σ. 828.
[16] Μπέης Κ., ΠολΔικ, Άρθρο 331, παρατ.6, σ.1343, Κρίτζας Ι. Διεθνής και εσωτερική δικαιοδοσία, σ.21.
[17] ενημ.σημείωμα Μπέη, Δ 1, σ.31.
[18] Γεωργιάδης Αστ., Αι διοικητικαί διαφοραί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, Δ6, σ.117.
[19] Μιχελάκης Εμμ., Η ισχύς και το δεδικασμένον της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΕΝ ΙΘ’, 762 (βλ. και εκεί παραπομπές)
[20] Χατζηγώγος Δημ., Παρεμπίπτουσα έρευνα της νομιμότητος διοικητικής πράξεως υπό πολιτικού δικαστηρίου, παρά την αντίθετον νομοθετικήν απαγόρευσιν, Δ5, σ.382.
[21] Σταματόπουλος Στ., Σημεία επαφής των ρυθμίσεων των Κωδίκων Πολιτικής και Διοικητικής Δικονομίας, Δ32, σ.5.
[22] Μιχελάκης Εμμ, ο.π., σ.754, βλ. και Σταματόπουλο Στ., ο.π., σ.12.
[23] Μιχελάκης Εμμ, ο.π., σ.761.
[24] Κεραμέας Κ., Αστ.Δικ.Δίκαιο, σ.296, Κρίτζας Ι., ο.π. υποσ.16, Ράμμος, ο.π., §212 Γ,σ.591, Σταματόπουλος Στ.,ο.π., σ.13, Νίκας Ν., Σύγκρουση δεδικασμένων, Δ23, σ.591 (βλ.και εκεί παραπομπές).
[25] ΑΠ 946/79, ΝοΒ 28, σ.281, ΕφΑθ 2910/1977, ΝοΒ 1978, σ. 226, ΜΠρΝαυπλ 57/84 Δ18, σ.527, ΑΠ 1866/85 ΕΕΝ 1986, σ.707.
[26] Έτσι και η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης με την οποία κανονίζεται η σύνταξη, ζήτημα που ανήκει στην αποκλειστική του δικαιοδοσία, αποτελεί δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη και την έκταση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, το οποίο δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια ΑΠ 742/1994, ΕλλΔνη 1996, σ.73.
[27] Σταματόπουλος Στ., ο.π. υποσ. 21.
[28] ΣτΕ1682/1981, ΝοΒ1982 σ.882, Ράμμος Γ., ο.π. §212 ΙΙγ, σ.589.
[29] Σταματόπουλος Στ., ο.π., σ.12.
[30] Lüke G. - Walchshöfer A., § 580 ΙΙΙ. 1, σ.825.
[31] Σαν λόγος δεν προβλεπόταν στην προϊσχύσασα Πολιτική Δικονομία, η οποία, όσον αφορά στον θεσμό της αναψηλάφησης, ήταν επηρεασμένη από την γαλλική Πολιτική Δικονομία, από την οποία και λήφθηκε η αντίστοιχη διάταξη (βλ. Μπέη Κ. Οι λόγοι αναψηλαφήσεως και η ερμηνευτική διεύρυνσις αυτών, σ. 87).
[32] Αρχικά η γερμανική Πολιτική Δικονομία περιλάμβανε στο άρθρο 580 αρ.6 μόνο την απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Mε την Novelle 27.10.1933 συμπεριλήφθηκαν και η απόφαση τακτικού, ειδικού και διοικητικού δικαστηρίου.
[33] Σταυρόπουλου Στ., Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, § 562, σ. 763.
[34] Μητσόπουλου Γ.- Κεραμέως Κ., Γνωμοδότηση, Ο λόγος αναψηλαφήσεως κατά το άρθρ. 544 αριθ. 8 ΚΠολΔ: Αμετάκλητη ανατροπή της αποφάσεως που στηρίζει την προσβαλλομένη,  Αρμ 1984, σ. 183, 184.
[35] Σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ’ (περί Ενδίκων Μέσων),§ 28, σ. 96.
[36] Συνεδρίαση 25ης Ιανουαρίου 1938, Σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας, ο.π., σ.269.
[37] Μπέης Κ., ο.π., σ.32.
[38] Μπέης Κ., ο.π., σ.40, 43.
[39] Μπέης Κ., ο.π., σ. 59.
[40] Μπέης Κ., ο.π.,σ.60.
[41] Μπέης Κ., παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 6570/1974, Δ7, σ.637.
[42] Μπέης Κ., Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, Ένδικα μέσα και ανακοπές, § 5, σ.102,103.
[43] Μπέης Κ., ο.π. (υποσ. 31), σ. 85.
[44] Rosenberg-Schwab, § 161 ΙΙ 3, σ. 1027.
[45] Μπέης Κ., ο.π., σ. 110, 118.
[46] Διαφορετικά Μπέης Κ., Πολ.Δ, § 544, σ.2036, όπου μιλάει για δέσμευση από την διαπλαστική ενέργεια την απόφασης που ανατράπηκε, και όχι από το δεδικασμένο, αφού στην δεύτερη περίπτωση συντρέχει ο αναιρετικός λόγος 559 αρ. 16 ΚΠολΔ (βλ.παρακάτω)
[47] ΕφΑθ 9415/1978, ΝοΒ 27, σ.805.
[48] Stein-Jonas, § 580 ΙΙΙ, σ.375, Ζöller R., § 580, σ.1276, Rosenberg-Schwab § 161 ΙΙ 3b, σ. 1028, KG OLGZ 1969 σ.121, ομοίως και στο αυστριακό δίκαιο Fasching, § 530 Abs1 Z.5, σ. 507. Αντίθ. Lüke G. - Walchshöfer A., § 580 ΙΙΙ. 1, σ. 826.
[49] BPatG GRUR 1980, σ. 853, BGH VersR 1984, σ. 455.
[50] Μπέης Κ., Πολ.Δικον., Κεφ. Δ’, σ. 2036, Μαργαρίτης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, § 544, 28, σ.977, Βερβενιώτης Γ., σημείωση στην ΕφΑθ 9415/1978, ΝοΒ 27, σ. 807.
[51] Μητσόπουλου Γ.-Κεραμέως Κ., ο.π., σ.183.
[52] 544 αρ 6 ΚΠολΔ: «αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του»
[53] ΑΠ 348/1997, ΝοΒ 1998, σ.1414.
[54] Με πανομοιότυπη διατύπωση ΑΠ 852/81, ΕΕΝ 1982, σ.558, ΑΠ 1819/1983, ΝοΒ 1984, σ. 1737, ΟλομΑΠ 424/1983 (μειοψηφία 9 μελών), ΝοΒ 1983, σ. 1593.
[55] Rosenberg-Schwab, ο.π., σ. 1028, KG OLGZ 1969, σ. 121.  
[56] Βερβενιώτης Γ., ο.π.
[57] Μπέης Κ., Πολ.Δικον. Κεφ. Δ’, σ.2036.
[58] Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικον.Δικ., σ.154.
[59] ΟλομΑΠ 424/1983, ΝοΒ 1983, σ. 1593, ΑΠ 852/1981, ΕΕΝ 1982, σ.558. Έτσι και στο γερμανικό δίκαιο, με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 580 αρ.6 ZPO, βλ. Stein-Jonas, § 580 ΙΙΙ, σ. 375, Rosenberg-Schwab, § 161b, σ.1028, RG, ZZP 61, σ. 144, Lüke G. - Walchshöfer A., § 580 ΙΙΙ. 1, σ. 825.
[60] Καλαβρός Κ., Δίκαιο της Διαιτησίας, Κεφ. Ι, 2αd, σ. 73.
[61] Καλαβρός Κ., ο.π., σ. 73-74.
[62] ΑΠ 1140/1984, ΝοΒ 1985, σ. 790, ΑΠ 167/1988, ΕΕΝ 1989, σ. 121, ΕφΑΘ 7948/1986, ΕλλΔνη 1987, σ. 1276, ΕφΘεσ 46/1990, ΕλλΔνη 1992, σ.1219. Αντίθ. Μπέης Κ., ο.π. (υποσ. 31), σ. 121επ.
[63] ΑΠ 212/1975, ΝοΒ 23, σ. 1038.
[64] Τα άρθρα 9 και 15 του νόμου 3239/1955 με τα οποία δινόταν η εξουσία στα παραπάνω δικαστήρια να επιλαμβάνονται κάθε διένεξης που αφορούσε την ερμηνεία υφιστάμενων όρων Σ.Σ. ή απόφασης διαιτησίας ή υπουργικής απόφασης, καταργήθηκαν από το άρθρο 23 §1α του Ν.1876/1990 και τα περί διαιτησίας επί των σχετικών διαφορών ρυθμίζονται στο εξής από τα άρθρα 14 και 16  του Ν. 1876/1990.
[65] ΕφΑθ 6570/1974, Δ 7, σ. 634.
[66] Μπέης Κ., παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 6570/1974, Δ 7, σ. 638-639.
[67] Ο Gaul δέχεται τη διεύρυνση μόνο για τις διοικητικές πράξεις που επιλύουν διαφορές -streitentscheidende Verwaltungsakte -(βλ. Gaul, §14, σ. 198, αντίθ. Stein-Jonas, § 580 ΙΙΙ, σ. 375 ο οποίος δίνει έμφαση στην διαπλαστική ενέργεια των διοικητικών πράξεων), όπως είναι στο ελληνικό δίκαιο οι πράξεις της Ανώτατης Επιτροπής Τελωνειακών Αμφισβητήσεων ή οι αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών επί αμφισβητήσεων ιθαγένειας (βλ. Δαγτόγλου, Γεν. Διοικ.Δικ., σ. 249), ενώ γενικότερα γίνεται δεκτό ότι αρκεί η διοικητική πράξη να ισοδυναμεί στα αποτελέσματα με δικαστική απόφαση (βλ. Hamm OLGZ 1984, σ. 456).
[68] BPatG, GRUR 1980, σ. 852.
[69] BAG NJW 1981, σ. 2023.
[70] Κεραμεύς Κ., ο.π., σ. 318
[71] Gaul, § 14, σ. 201.
[72] Μητσόπουλου Γ.-Κεραμέως Κ., ο.π., σ. 184.
[73] Stein-Jonas, o.π., σ. 375.
[74] Stein-Jonas, o.π.
[75] Μαργαρίτης, σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, § 544, 27, σ. 976.
[76] Σταυρόπουλου Στ., Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, § 562, σ. 763.
[77] Μαργαρίτης, ο.π., § 545, 11, σ. 979.
[78] Μαργαρίτης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, § 550, 3, σ.984.
[79] Σταυρόπουλος Στ., ο.π., σ. 763.
[80] Ράμμος Γ., Εισηγήσεις Αστ.Δικον.Δικ., υποσ. 7α, σ. 258.
[81] Μπέης Κ., Πολ.Δικον., σ. 2035.
[82] Μπέης Κ., ο.π., ο οποίος στην προσπάθεια του να εναρμονίσει, de lege lata, τις δύο διατάξεις στηρίζεται στην διαφορετική επιλογή των όρων ανατροπή και εξαφάνιση της δικαστικής απόφασης, με συμπέρασμα τη συνδρομή του λόγου αναψηλάφησης μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη είχε στηριχθεί στην διαπλαστική ενέργεια της ανατραπείσας και τη συνδρομή του αναιρετικού λόγου αν στηρίχθηκε στο δεδικασμένο της. Ο όρος «ανετράπη» όμως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση και όχι στο δεδικασμένο, το οποίο ναι μεν δεν ανατρέπεται, αλλά καταργείται εφόσον ανατραπεί η δικαστική απόφαση.   
[83] Κεραμεύς Κ., Αστ.Δικον.Δικ., 213, σ. 497.
[84] Μειοψηφία ενός μέλους στην ΑΠ 47/1994, Δ 1994, σ. 858.
[85] ΑΠ 1292/1988, ΕΕργΔ 1989, σ. 421, ΑΠ 47/1994, ο.π.
[86] ΑΠ 47/1994, ο.π.
[87] Μπέης Κ., ο.π., σ. 2036.
[88] Caul, σ. 196 και Lüke G. - Walchshöfer A., § 580 ΙΙΙ. 1, σ. 825 με παραπομπή σε Hahn, Die gesammelten Materialien zur CPO..., Berlin 1880, σ. 381.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.